-
81 μαιμαω
1) бушевать, вскипать, волноваться2) гореть желанием, жаждать(χεὴρ μαιμῶσα φόνου Soph.; λῖς αἰνὸς μαιμώων χροὸς ἆσαι Theocr.)
αἰχμέ μαιμώωσα Hom. — стремительное копье -
82 μελεος
3 и 21) напрасный, тщетный, бесполезный(αἶνος Hom.)
2) даровой, незаслуженный(εὖχος Hom.)
3) пустой, глупыйὦ μέλεοι, τί κάθησθε ; Her. — чего вы сидите, глупцы?
4) несчастный, страдающийμ. γάμων Aesch. — несчастный в своем браке
5) бедственный, тяжелый, роковой(ἔργα, θάνατος Aesch.; πάθη Soph.)
-
83 πολυαινος
-
84 ἔπαινος
ὁ ἔπ|αινος (по)хвала, восхваление -
85 Αίν'
-
86 Αἶν'
-
87 Αίνοι
-
88 Αἶνοι
-
89 Αίνοις
-
90 Αἴνοις
-
91 Αίνον
-
92 Αἶνον
-
93 Αίνου
-
94 Αἴνου
-
95 Αίνους
-
96 Αἴνους
-
97 Αίνωι
-
98 Αἴνωι
-
99 Αίνων
-
100 Αἴνων
См. также в других словарях:
αἰνός — dread masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶνος — tale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶνος — tale masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
Αίνος — Sp Ènas Ap Αίνος/Ainos L k. ir nac. parkas Kefalinijos s., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αἰνά — αἰνός dread neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc/acc dual (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνότερον — αἰνός dread adverbial comp (epic ionic) αἰνός dread masc acc comp sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνόν — αἰνός dread masc acc sg (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνότατα — αἰνός dread adverbial superl (epic ionic) αἰνός dread neut nom/voc/acc superl pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)