-
1 Αίγυπτος
-
2 Αἴγυπτος
-
3 Αἴγυπτος
1 Egypt πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις ( καταοίκισεν coni. Maas: Αἰγύπτοιο κατῴκισεν Heyne.) N. 10.5 τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. -
4 Αἴγυπτος
Αἴγυπτος, ὁ,II ἡ, Egypt, Od.17.448, etc.; Αἴγυπτόνδε to Egypt, ib. 426.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἴγυπτος
-
5 Αἴγυπτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αἴγυπτος
-
6 Αιγύπτω
Αἴγυπτοςthe river Nile: fem nom /voc /acc dualΑἴγυπτοςthe river Nile: fem gen sg (doric aeolic)Αἴγυπτοςthe river Nile: masc nom /voc /acc dualΑἴγυπτοςthe river Nile: masc gen sg (doric aeolic)——————Αἴγυπτοςthe river Nile: fem dat sgΑἴγυπτοςthe river Nile: masc dat sg -
7 Αίγυπτ'
-
8 Αἴγυπτ'
-
9 Αίγυπτε
-
10 Αἴγυπτε
-
11 Αίγυπτοι
-
12 Αἴγυπτοι
-
13 Αίγυπτον
-
14 Αἴγυπτον
-
15 Αίγυπτονδ'
Αἴγυπτόνδε, Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb)Αἴγυπτονδε, Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb) -
16 Αἴγυπτονδ'
Αἴγυπτόνδε, Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb)Αἴγυπτονδε, Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb) -
17 Αίγυπτονδε
Αἴγυπτόνδε, Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb)Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb) -
18 Αἴγυπτονδε
Αἴγυπτόνδε, Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb)Αἴγυπτοςthe river Nile: indeclform (adverb) -
19 Αιγύπτοιο
-
20 Αἰγύπτοιο
См. также в других словарях:
Αἴγυπτος — the river Nile fem nom sg Αἴγυπτος the river Nile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — η χώρα στη ΒΑ άκρη της Αφρικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰγύπτω — Αἴγυπτος the river Nile fem nom/voc/acc dual Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg (doric aeolic) Αἴγυπτος the river Nile masc nom/voc/acc dual Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντώνιος o Μέγας — (Αίγυπτος 250; – Θήβαι, Αίγυπτος 356;). Άγιος της Ανάτ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γόνος πλούσιων χριστιανών, μετά τον θάνατο των γονέων του (ήταν τότε20 ετών) μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε ασκητής. Ο Α. έγινε ονομαστός όχι από τα… … Dictionary of Greek
Αἰγύπτοιο — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg (epic) Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτοις — Αἴγυπτος the river Nile fem dat pl Αἴγυπτος the river Nile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτου — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτους — Αἴγυπτος the river Nile fem acc pl Αἴγυπτος the river Nile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτων — Αἴγυπτος the river Nile fem gen pl Αἴγυπτος the river Nile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτῳ — Αἴγυπτος the river Nile fem dat sg Αἴγυπτος the river Nile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)