-
21 κύκλος
κύκλος, ὁ, (1) der Kreis, Umkreis, das Rund; οἱ δὲ γέροντες εἵατ' ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ, im heiligen Ringe, d. i. auf dem runden öffentlichen Versammlungsplatze; δόλιος κύκλος, der nachstellende Ring, den Jäger um das Wild schließen (vom Jagdnetze); bes. der kreisförmige Schildrand; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, war nicht auf dem Rund, dem Schilde. Κύκλῳ, im Kreise ringsum; ἄλλας δὲ κύκλῳ νῆσον Αἴαντος πέριξ, rings um Salamis; περιάγουσι τὴν παρϑένον τὴν λίμνην κύκλῳ, rings um den See; τεϑεάμεϑα κύκλῳ τὴν πόλιν, wir besahen ringsum die Stadt; c. gen., κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου, rings um das Lager. (2) alles ring- oder kreisförmig Gestaltete; (a) das Rad; τὰ κύκλα, die Räder des Wagens; (b) die Sonnenscheibe; νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, d. i. der mit Nacht bedeckte Himmel; (c) das Auge; (d) vom Kreislaufe des Jahres; (e) Stadtmauer, Umkreis des Lagers; (f) eine Versammlung, die sich im Kreise zusammenstellt, im Kreise sitzt. Ähnlich ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ποιήσαντες ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν, einen Kreis von Schiffen machen; ein Teil des Marktes, ἵνα ἐπιπράσκετο τὰ σκεύη. Der Kranz, ἐλαίης. (3) jede Bewegung im Kreise, Kreislauf. In der Logik der Zirkelschluß, in der Rhetorik die abgerundeten Perioden. Κύκλος ἐπικός oder κύκλος schlechthin, der epische Sagenkreis -
22 μάχη
μάχη, ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht; ϑήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, die Schlacht erregen. Auch vom Zweikampf; μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax; allgemein: Streit, Wortstreit, Zank; μάχην ποιεῖσϑαι, eine Schlacht liefern; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen; ἣν ( ὁδὸν) ἦλϑον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschierten sie 93 Tagereisen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἴαντος — Αἴας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού … Dictionary of Greek
αιάντειος — αἰάντειος, εία, ειον (Α) [Αἴας] 1. αυτός που ανήκει στον Αίαντα 2. φρ. «αἰάντειος γέλως», γέλιο παράφρονος, παρανοϊκού, όπως εκείνο τού Αίαντος τού Τελαμώνιου (Αἰάντειον το ιερό τού Αίαντος τὰ Αἰάντεια, γιορτές στη μνήμη τού Αίαντος) … Dictionary of Greek
Ajax (mythology) — Aias redirects here. For other uses of this name, see AIAS and Ajax. Ajax or Aias (Greek: polytonic| Αἴας , gen. Αἴαντος) was a mythological Greek hero, the son of Telamon and Periboea and king of Salamis [… … Wikipedia
Аякс — (Αὶας, Aiax). Имя Аякса носили два героя Аякс Великий и Аякс Малый. 1) Аякс Великий был сын Теламона, царя саламинского, и внук Эака. Он играл весьма выдающуюся роль в Троянской войне и храбростью уступал только Ахиллесу. Он был побежден… … Энциклопедия мифологии
Áyax — El nombre Áyax o Ayante (en griego antiguo Αἴας Aîas: ‘de la Tierra’, gen. Αἴαντος: Aîantos) puede referirse a dos personajes de la mitología griega: Áyax el Menor, hijo de Oileo, rey de Locri. Áyax el Grande, hijo de Telamón, rey de Salamina.… … Wikipedia Español
OLBA — Graece Ὄλβα vel Ὄλβη, Ciliciae urbs, quam cum Pamphyliae urbe Olbia male nonnulli confundunt. Strabo, ὕπερθε τούτων τε καὶ τῶ Σόλων ὀρεινή ἐςτιν εν ᾗ Ο῎λβη πόλις, Διὸς ἱερὸν ἔχουσα, Αἴαντος ἵδευμα τοῦ Τεύκρου καὶ ὁ ἱερεὺς δυνάςτης ἐγέντο τῆς… … Hofmann J. Lexicon universale
Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… … Dictionary of Greek
Οιλεύς — Οἰλεύς, ὁ (Α) ηγεμόνας των Οπουντίων Λοκρών, πατέρας τού ομηρικού ήρωα Αίαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. ανθρωπωνύμιο που μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή owiro, ενώ η άποψη ότι ανάγεται σε τ. Fιλεύς δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
Οπούς — Αρχαία πόλη της Λοκρίδας, μητρόπολη των Αν. Λοκρών. Η πόλη, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από τον Οπούντα, γιο του Λοκρού, ήταν δε πατρίδα του Πάτροκλου και του Αίαντα του Οϊλέα, προς τιμή του οποίου τελούνταν εδώ τα Αιάντεια. Στην περιοχή… … Dictionary of Greek
Τεύκρος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της περιοχής της Τροίας, γιος του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και της νύμφης Ισαίας. Από αυτόν ονόμαζαν τους Τρώες και Τευκρούς. 2. Γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ετεροθαλής του… … Dictionary of Greek