-
21 ἐντὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐντὸς
-
22 εντός
[эндос] εκίρ. (о месте) внутри, внутрь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εντός
-
23 ἐντός
+ D0-0-1-5-2=8 Is 16,11; Ps 38(39),4; 102(103),1; 108(109),22; Ct 3,10within, inside [τινος] -
24 εντός
[эндос] επίρ (о месте) внутри, внутрь. -
25 εντός προθεσμίας..
во рок од...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εντός προθεσμίας..
-
26 εντός... (πχ. κάποιου χρόνου)
во рок од...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εντός... (πχ. κάποιου χρόνου)
-
27 εντός
dans -
28 εντός
w przyim. -
29 εντός
1) na2) uvnitř3) v -
30 εντός
withinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εντός
-
31 'ντός
ἐντός, ἐντόςwithin: indeclform (adverb) -
32 αφρόεις
(-εντός), εσσα, εν см. αφρισμένος -
33 δενδρόετς
(-εντός), εσσα, εν лесистый -
34 ληφθείς
(-εντός), είσα, εν1) полученный;η ληφθείςείσα [επιστολή — полученное письмо;
2) принятый;η ληφθείςείσα απόφαση — принятое решение
-
35 προρρηθείς
(-εντός), είσα, εν вышеупомянутый, вышеназванный -
36 πτερόεις
(-εντός), εσσα, εν1) крылатый; 2) прям., перен. летучий;§ 2πεα πτερόεντα — а) пустые слова, одни слова; — б) крылатые слова
-
37 ρηθείς
(-εντός), είσα, εν сказанный, упомянутый -
38 φωνήεν
(-εντός) τό грам, гласный (звук) -
39 Within
prep.P. and V. εἴσω (gen.). ἔσω (gen.), ἐντός (gen.), ἔνδον (gen.) (Plat. but rare V.), V. ἔσωθεν (gen.) (Eur., I. T. 1389).Within reach: use adj.. P. and V. πρόχειρος.Of distance: see Near.Within bowshot: P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.Within a short time: P. ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου.Within what time will Hermione come to the house? V. ἥξει δʼ ἐς οἴκους Ἑρμιόνη τίνος χρόνου; (Eur., Or. 1211).If they do not go to law within five years: P. ἐὰν μὴ πέντε ἐτῶν δικάσωνται (Dem. 989).He came within an ace of being killed: P παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν (Isoc. 388).——————adv.P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι, κατʼ οἶκον.From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Within
-
40 Inside
adv.P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι.From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.——————prep.——————adj.P. and V. ὁ ἐντός, ὁ εἴσω, ὁ ἔσω.——————subs.P. τὰ ἐντός; see Entrails.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inside
См. также в других словарях:
έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… … Dictionary of Greek
ἐντός — within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… … Dictionary of Greek
εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek