-
1 αρθρον
τό1) член тела(συνάπτειν ἄρθρον ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.)
ποδός ἄ. Soph. — нога;ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. — глаза;ἄρθρα στόματος Eur. — уста2) сочленение, сустав(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
3) орган(φωνῆς Arst.)
4) pl. половые органы Her., Arst.5) грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член6) грам. «незнаменательное», т.е. служебное слово(φωνέ ἄσημος Arst.)
, т.е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. φημί) и т.п.ἄ. ὑποτακτικόν — подчинительное слово
-
2 εκβολη
ἥ1) выбрасывание2) изгнание(ἐκ τῆς πόλεως Plat., Polyb.; τῶν τυράννων Arst.)
3) опровержение(τῆς δόξης Plat.)
4) произрастаниеπερὴ σίτου ἐκβολήν Thuc. — в то время, когда колосится хлеб;
ἐ. ὀδόντων Arst. — появление зубов5) проливание6) вывих(ἐκβολαὴ τῶν ἄρθρων Plut.)
7) отклонение, отступление(ἐκβολέν τοῦ λόγου ποιεῖσθαι Thuc.; ἐκβολαὴ καὴ παρατροπαὴ τῆς ἱστορίας Plut.)
8) выход, устье(τοῦ ποταμοῦ Her., Thuc., Arst., Plut.)
ἐκβολέν ποιεῖσθαι εἰς πέλαγος Plut. — впадать в море9) проход, ущелье(ἐ. τοῦ Κιθαιρῶνος Her.)
10) (нечто) выброшенноеδικέλλης ἐ. Soph. — выкопанная земля;
ἐκβολαὴ νεώς Eur. — выброшенные на берег обломки корабля -
3 εκχωρεω
1) уходить, уезжать(ἐκ τόπου τινός Her.)
ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Polyb. — умереть2) отступать, уходить(χειμῶνες ἐκχωροῦσι θέρει Soph.; οἱ τῆς θαλάττης ἐκκεχωρηκότες Ῥωμαῖοι Polyb.; ἐ. καὴ ὑποφεύγειν Plut.)
3) переселяться, эмигрировать Her., Arst.4) быть вывихнутым(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
5) уступать(τινί τινος Polyb. и τινί τι Diog.L.)
6) отказываться от своих претензий Dem. -
4 επιψαυω
1) (при)касаться, дотрагиваться(σάκεος ποσίν Hes.; κώπης Soph.; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her.; τῆς ὑπήνης ταῖν χεροῖν Plut.)
ὅστ΄ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν Hom. — кто хоть немного одарен здравым смыслом;ὀλίγον ἐπιψαῦσαι (v. l. ἐπιμύειν) τὸν ὕπνον Theocr. — чуть вздремнуть2) ( в речи) касаться, затрагивать(πρήγματός τινος Her.; κεφαλαιωδῶς ἑκάστων Polyb.)
-
5 προτιθημι
(fut. προθήσω, стяж. aor. 1 προὔθηκα; aor. pass. προὐτέθην, praes. и impf. pass. в атт. обычно берутся от πρόκειμαι) тж. med.1) ставить перед, класть впереди, подносить(τραπέζας Hom.; δαῖτά τινι Her.)
προθέσθαι τι Plut. — поставить что-л. перед собою;προτιθέναι τοῦ λόγου προοίμιον Plat. — предпосылать речи введение;πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι Eur. — закрыть глаза плащом;προθέσθαι τινὰ ἐν οἴκτῳ Aesch. — сжалиться над кем-л.;βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων π. Eur. — медленно переставлять ноги;προτιθέμενα καὴ ἐπιλεγόμενα Arst. — начало и заключение2) ставить выше, предпочитать(τί τινος Her., Eur. и τι ἀντί τινος Eur.)
πάρος τινός προθέσθαι τι Soph. — предпочесть что-л. чему-л.3) бросать (на съедение), кидать(τινὰ κυσίν Hom.; τινὰ θηρσὴν ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
ὅ θανάτῳ προτεθείς Eur. — брошенный, т.е. обреченный на смерть4) бросать, покидатьπροθεῖναί τινα ἔρημον Soph. — бросить кого-л. на произвол судьбы;
προθεῖναι τὸ παιδίον Her. — подкинуть ребенка5) заранее устанавливать, определять(τὸν νόμον τινί Eur.)
οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ π. Her. — определять границу человеческой жизни;ἀεὴ πλείων τοῦ προτεθέντος χρόνος Arst. — время, большее любого (наперед) заданного, т.е. бесконечное6) устраивать, учреждать(τοὺς ἀγῶνας λόγων Thuc.)
πένθος μέγα προθέσθαι Her. — учредить большой траур7) назначать(στέφανον τῶν ἀγώνων τινί Thuc.; med. τινα ἱλαστήριον NT.)
προθεῖναί τινι κρίσιν Lys. — назначить кому-л. судебное разбирательство, т.е. вызвать кого-л. в суд;π. θάνατον ζημίαν Thuc. — назначать смертную казнь;προθέσθαι τέν λέσχην Soph. — созвать собрание8) задавать, предлагать(ἄπορον αἵρεσιν Plat.; τὸ προτεθὲν πρόβλημα Arst.)
προτίθεσθαι αἵρεσιν Plat. — ставить перед собой альтернативу;προθεῖναί τινι βαστάζειν τι Soph. — предложить кому-л. взять что-л. на себя;ὅπερ προὐθέμεθα σκέψασθαι Plat. — рассмотрением чего мы задались;προθεῖναί τι τοῖς ὤμοις τινός Soph. — возложить что-л. на чьи-л. плечи, т.е. предписать кому-л. что-л.9) тж. med. выставлять(νεκρόν Her.; med. ὀστᾶ τῶν ἀπογενομένων Thuc.)
π. τι ὤνιον Luc. — выставлять что-л. на продажу;π. αἰτίαν Soph. — выставлять причину;προτίθεσθαί τι Polyb. — ссылаться на что-л. (как на основание)10) med. показывать(ποτήρια χρύσεα Her.)
ἀνδραγαθίαν τινὴ π. Thuc. — рассказывать о чьей-л. храбрости11) представлять, докладывать, излагать(πρῆγμα Her.; λόγον περί τινος Xen.)
π. τέν διαγνώμην περί τινος Thuc. — вносить на обсуждение вопрос о чем-л.;προθεῖναι λέγειν περί τινος Thuc. — представить что-л. на обсуждение;τὰ προτιθέμενα κατὰ τὰς ἐγγραφάς Arst. — зарегистрированные судебные решения12) предоставлять, разрешать(οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος Xen.)
προθέσθαι τινὴ ἔχθραν Thuc. — объявить кому-л. о своей вражде13) med. ставить себе целью, намереваться -
6 διαλυω
1) развязывать, расплетать(διαπλέκειν καὴ δ. τι Her.)
2) разлагать(τι ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά Plat.)
; med. разлагаться, распадаться(ἔκ τινος εἴς τι Arst.)
3) med. умирать(διαλυομένου ἀνθρώπου Xen.)
4) распускать(ξύλλογον Thuc.; πανήγυριν Xen.; τὰς δυνάμεις Polyb.; med. τὸ συμπόσιον Plut.)
; med. расходиться(ἐκ τοῦ συνεδρίου Her.)
5) разрывать, расторгать(ξεινίην Her.; σπονδάς Thuc.; κοινωνίαν Arst.; med. τέν φιλίαν πρός τινας Plut.)
6) освобождать(διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας Diod.)
7) разрушать, уничтожать(διαλῦσαι καὴ ἀπολέσαι τινά Plat.; τὰς οἰκήσεις Polyb.)
8) разминать, расправлять, делать гибким(ἄρθρων ἶνας Arph.)
9) расслаблять, изнурять10) нарушать(ἃ αὑτοῖς ἐψηφίσασθε Lys.)
11) разлучать, разделять(τοὺς ἀγωνιζομένους Her.)
διαλύσασθαι ἀπ΄ ἀλλήλοιν Plat. — расстаться друг с другом;τέν σκηνέν εἰς κοίτην διέλυον Xen. — они разошлись, чтобы лечь спать12) прерывать, оканчивать, прекращать(πόλεμον Thuc., med. Isocr., Arst.; ταραχήν Polyb.; med. ἔχθρας Thuc.)
νείκας (v. l. νείκους) διαλύεσθαι Eur. — прекращать ссору13) примирять, мирить(τινὰ πρός τινα Dem.; διαλῦσαί τινας ἐκ τῆς προγεγενημένης διαφορᾶς Polyb.)
; med.-pass. примиряться(πρός τινα Aeschin.; τί δεῖ ἡμᾶς μάχεσθαι, ἀλλ΄ οὐ διαλυθῆναι; Xen.)
διαλυθεὴς καὴ θέμενος εἰρήνην Plut. — прекратив военные действия и заключив мир14) погашать, уплачивать(δαπάνην Her.; χρήματα Dem.; μισθόν Arst.; χρέος Polyb.; τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν Plut.)
πάντα διελέλυτο Dem. — долг уплачен был сполна;δ. τινά Dem. — рассчитаться с кем-л.15) разрешать(τετραγωνισμόν, ἀπορίαν Arst.; πρόβλημα Plut.)
16) опровергать(διαβολήν, med. ἐγκλήματα и περὴ τῶν ἐγκλημάτων Thuc.; τοὺς φάσκοντας Arst.)
-
7 ις
ἴς1) мышца, мускулἶνες καὴ μέλεα Hom. — мышцы и члены, т.е. тело, организм;
ἄρθρων ἶνες Arph. — мышцы тела, мускулатура2) сухожилие3) волокноἶνες αἵματος Arst. — волокнистое вещество крови (т.е. фибрин);
ἶνες καὴ νεῦρα Plat. — (мышечные) волокна и сухожилия4) ( у беспозвоночных) кровеносный сосуд5) прожилка(ἶνες ἐν τοῖς μετάλλοις Plut.)
6) сила, мощь(ἐνὴ μελεσσιν Hom.)
описательно κρατερέ ἲς Ὀδυσῆος Hom. — могучий Одиссей;7) сила, стремительность, напор(ἀνέμοιο, ποταμοῖο Hom.)
См. также в других словарях:
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων — Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837 44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία … Dictionary of Greek
Τούκερ, Mπέντζαμιν — (Tucker, 1854 – ;). Αμερικανός θεωρητικός του αναρχισμού. Από το 1872 μέχρι το 1874 σπούδασε τεχνολογία στη Βοστώνη, όπου γνωρίστηκε με τον Ιωσία Γουόρεν. Αργότερα ταξίδεψε στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το 1877 διηύθυνε την εφημερίδα… … Dictionary of Greek
Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek