-
1 οικος
I.II.ὅ1) обиталище, жилище, помещение, жилье(Πηλείδης δ΄ οἴκοιο ἆλτο θύραζε Hom.)
2) тж. pl. домκατ΄ οἴκους Her. и κατ΄ οἶκον (ἐν δόμοις) Soph. — у себя дома;
αἱ κατ΄ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. — домашние неприятности;ἐς и πρὸς οἶκον Aesch. — домой, на родину;ἀπ΄ οἴκου εἶναι Thuc. — быть далеко от дома (на чужбине);ἐπ΄ οἴκου ἀποχωρεῖν Thuc. — возвращаться домой3) комната, покойἀμφιπόλων οἶ. Hom. — комната служанок, девичья
4) дворец(βασίλειος οἶ. Arst.)
5) (тж. οἶ. τοῦ θεοῦ и οἶ. προσευχῆς NT.) храм6) имущество, состояние(οἶ. καὴ κλῆρος Hom.; οἶ. καὴ κτήματα Her.)
7) тж. pl. семья, род, дом(Ἀγαμεμνόνιοι Aesch.; Λαβδακιδᾶν Soph.)
-
2 κακοπραγια
ἥ неудача, несчастье Arst., Plut.αἱ κατ΄ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. — личные несчастья
См. также в других словарях:
κακοπραγία — η (AM κακοπραγία) [κακοπραγώ] το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ) μσν. κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.) αρχ. 1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ… … Dictionary of Greek