-
1 попарно
δυο-δυο, κατά ζεύγη, ανά δύο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попарно
-
2 dva
δυο -
3 dvě
δυο -
4 dvojka
δυο -
5 two
δυο -
6 dwa
δυο -
7 dwójka
δυο -
8 два
α. κ. ουδ., две θ., двух, двум, двумя, о двух αριθμτ. απόλυτο δύο, δυό•по -από δυό, ανα δυό, δυό-δυό•
два стакана δυό ποτήρια•
дважды два - четыре δύο επί δύο -τέσσερα.
εκφρ.ни два ни полтора – ούτε ναι ούτε όχι (ακαθόριστα)•через два дня – μετά από δυό μέρες•каждые два дня – μέρα παρά μέρα, κάθε δυό μέρες•в двух словах – σύντομα, με δυό λόγια•в два счета – αμέσως, στη στιγμή, στο πι και στο φι, ώσπου να πεις ένα-δυό• —три δυό-τρία• —три раза δυό-τρείς φορές•черта с -! – (απλ.) γρυ, ούτε γρυ, καθόλου, ούτε σταλιά. -
9 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι. -
10 два
двачисл. колич. δύο, δυό:по́ \два δυό-δυό, ἀνά δύο, ἀπό δυό· каждые \два дня μέρα παρά μέρα, κάθε δυό μέρες· ◊ в двух словах μέ δυό λόγια· в двух шагах δυό βήματα· ни \два ни полтора ὁβτε ναί ὁὔτε ὄχι· в \два счета разг ἀμέσως, γρήγορα, στό πϊ καί φι. -
11 оба
обоих α. κ. ουδ., обе, обеих θ.αριθμ. αθρσ. αμφότεροι, και οι δυο, κι ο ένας κι ο άλλος•оба брата και τα δυο αδέρφι αν•
обе сестры και οι δυο αδερφές•
оба глаза και τα δυο μάτια•
обе ноги και τα δυο πόδια•
я знал обоих, обеих γνώριζα και τους δυό, και τις δυό•
обоего пола και των δυό φύλων•
обеими руками (κυρλξ. κ. μτφ.) με τα δυό τα χέρια.
-
12 два
два (две) δυο, δύο два де рева δύο δέντρα две девочки δύο κοριτσάκια* * *δυο, δύοдва де́рева — δύο δέντρα
две де́вочки — δύο κοριτσάκια
-
13 оба
оба (обе) και οι δυο, οι δυο τους; \оба глаза και τα δυο μάτια* обеими руками με τα δυο χέρια* * *και οι δυο, οι δυο τουςо́ба гла́за — και τα δυο μάτια
обе́ими рука́ми — με τα δυο χέρια
-
14 двое
-
15 на
на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά* * *I1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; γιαна столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι
на бума́ге — στο χαρτί
я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…
2) (при обознач. направления) σε, προςя иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο
на восто́к — προς την ανατολή
3) (при обознач. средства передвижения) μεпое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο
е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο
4) (при обознач. срока, времени) γιαя прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες
назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα
на сле́дующий день — την άλλη μέρα
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
5) (при обознач. меры, количества) για;σεна двух челове́к — για δύο άτομα
раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο
••IIперевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά
( возьми) να!, πάρε! -
16 двое
дво́||ечисл. собир. δυό, δύο:\двое детей δυό παιδιά· их было \двое ήτανε δύο· работать за \двоеи́х βγάζω δουλειά γιά δύο· ◊ на своих \двоейх (пешком) шутл. μέ τά πόδια. -
17 вдвое
επίρ.δυο φορές, δις•вдвое больше δυο φορές περισσότερο•
вдвое меньше δυο φορές λιγότερο.
|| στα δυο, διπλά•сложить листок бумаги вдвое διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυο.
-
18 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
19 вдвое
вдвоенареч δύο φορές, δίς/ στά δύο (пополам):\вдвое больше διπλάσια, δύο φορές περισσότερο; сложить \вдвое διπλώνω στά δύο. -
20 год
годм1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.
См. также в других словарях:
δύο — και δυο αριθμ., που δηλώνει δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δύο τοίχους ἀλείφειν. — δύο τοίχους ἀλείφειν. См. И нашим и вашим … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δύο — Acut. (Sp.) indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) … Dictionary of Greek
δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… … Dictionary of Greek
Δύο Βουνά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 191 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται Α του Γοργοπόταμου, Ν της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γοργοποτάμου … Dictionary of Greek
Δύο Πρίνοι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Δύο Ρεύματα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του Πηλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλέων … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Δύο Σικελιών, Βασίλειο — Βλ. λ. Ανδηγαυία· Νάπολη· Σικελία· Ιταλία … Dictionary of Greek