Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱμασία

См. также в других словарях:

  • αἱμασιά — αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc/acc dual αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιᾷ — αἱμασιά wall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αἱμασιάν — αἱμασιά̱ν , αἱμασιά wall fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιάς — αἱμασιά̱ς , αἱμασιά wall fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιαῖς — αἱμασιά wall fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιαῖσι — αἱμασιά wall fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιαί — αἱμασιά wall fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιᾶς — αἱμασιά wall fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιῆς — αἱμασιά wall fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμασιῇ — αἱμασιά wall fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»