Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰχμή

  • 121 peak

    = peak value
    French\ \ sommet; pic
    German\ \ Gipfel; Spitze
    Dutch\ \ piekwaarde; piek
    Italian\ \ punta
    Spanish\ \ punta; cima; cúspide; valor máximo; pico
    Catalan\ \ cim; valor màxim
    Portuguese\ \ cume; pico
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ top
    Norwegian\ \ topp
    Swedish\ \ toppvärde
    Greek\ \ αιχμή; τιμή κορυφής
    Finnish\ \ huippu(arvo); maksimi
    Hungarian\ \ csúcsérték
    Turkish\ \ zirve; tepe noktası
    Estonian\ \ tipp; tippväärtus
    Lithuanian\ \ viršūnė; viršūnės reikšmė
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ szczyt; wierzchołek; maksimum; pik
    Russian\ \ точка максимума; значение точки максимума
    Ukrainian\ \ верхівка; пік; максимальне значення
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ hámarki; hámarksviðnám
    Euskara\ \ gailurra; gailurra balioa
    Farsi\ \ gholle
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ ذروة ؛ قيمة الذروة
    Afrikaans\ \ piek; spits
    Chinese\ \ 峰 , 极 值
    Korean\ \ 정상(점)

    Statistical terms > peak

  • 122 наконечник

    [νακανιέτσνικ] ουσ α άκρα, αιχμή, μύτι

    Русско-эллинский словарь > наконечник

  • 123 жало

    ουδ.
    1. κεντρί εντόμου•

    жало ячелиное κεντρί της μέλισσας (οσκρός).

    2. γλωσσίδι του φιδιού.
    3. μτφ. πόνος ψυχικός.
    4. ακίδα, αιχμή, μύτη (για κάθε αιχμηρό αντικείμενο).

    Большой русско-греческий словарь > жало

  • 124 железко

    ουδ.
    1. μαχαίρι πλάνης.
    2. (παλ. κ. διαλκ,) σιδερένια άκρη, αιχμή.

    Большой русско-греческий словарь > железко

  • 125 заострение

    ουδ.
    όξυνση. || αιχμή.

    Большой русско-греческий словарь > заострение

  • 126 кончик

    α.
    άκρη, αιχμή, μύτη•

    кончик верёвки η άκρη της τριχιάς•

    кончик носа η άκρη της μύτης• ύτο•

    слово вертится у меня на -е языки αυτή η λέξη στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κοντεύω να τη θυμηθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кончик

  • 127 носок

    βλ. носки
    -ска α.
    1. μικρό ράμφος, μυτίτσα.
    2. η μύτη του ποδιού (των δάχτυλων) η μύτη του παπουτσιού•

    туфли с узкими -ами παπούτσια μυτερά•

    ударить мяч -ом χτυπώ την ποδόσφαιρα με τη μύτη (του παπουτσιού)•

    танцевать на -ах χορεύω στις μύτες των ποδιών.

    3. στόμιο αγγείου.
    4. αιχμή, ακίδα (αντικειμένου).
    εκφρ.
    играть в -иπαλ. είδος χαρτοπαιγνίου (τον χάνοντα χτυπούσαν με την τράπουλα στη μύτη).

    Большой русско-греческий словарь > носок

  • 128 очинка

    θ.
    αιχμή, μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > очинка

См. также в других словарях:

  • αἰχμή — point of a spear fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — η 1. η μύτη, η άκρη κάθε οργάνου που πληγώνει, τρυπά (μαχαιριού, βελόνας, καρφιού κτλ.): Τον είχε πληγώσει η αιχμή του ξίφους. 2. το ανώτατο σημείο, το αποκορύφωμα: Πέσαμε στην αιχμή της κυκλοφορίας. 3. εχθρικός υπαινιγμός: Τα λόγια του ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰχμῇ — αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμῆι — αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαῖς — αἰχμή point of a spear fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαῖσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαί — αἰχμή point of a spear fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμῇσι — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμῇσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμήν — αἰχμή point of a spear fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»