-
1 αιτιαομαι
1) винить, обвинять(τινα Hom., Soph.; τινα ὥς τινα Plut.; τινά τινος Her., Plat., Dem., τινά τι Arph. и τινὰ περί τινος Xen.)
αἰθιαθεὴς περί τινος Thuc. — обвиненный в чем-л.2) признавать, объявлять, считать(τινα νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι Plat.; τινὰς αἰτίους τινὸς εἶναι Plat.)
τὸν λόγον αἰτιάσασθαι δυσχερῆ εἶναι Plat. — заявить, что вопрос труден3) объявлять причинойτῶν κοσμικῶν πάντων αἰ. τὸ αὐτόματον Arst. — считать причиной всего мироздания случайность;
τῶν ἀγαθῶν οὐδένα ἄλλον αἰτιατέον Plat. — (все) хорошее следует приписать только ему -
2 απερειδω
преимущ. med.1) упирать, устремлятьτέν ὄψιν πρός τι Luc. — вперить взор в кого-л.;
med. — быть устремленным, покоиться (ἔνθα ἂν ἥ ὄψις ἀπερείδῃ Luc.)2) med. упираться, опираться(τινί Plat., Arst., ἔν τινι Xen., εἴς τι Plat., πρός τι Arst. и ἐπί τι Polyb.)
εἴς τινα ἀ. Polyb. — полагаться на кого-л.;εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζειν Polyb. — считать себя в безопасности3) med. обращать, направлять, устремлять(ὀργέν εἴς τινα Polyb.; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὴ τέν τύχην Plut.)
4) med. складывать(τέν λείαν εἰς τοιοῦτον τόπον Polyb.)
5) med. возлагать(ἐλπίδας εἴς τινα, τέν ἄγνοιαν ἐπὴ τοὺς αἰτίους Polyb.)
-
3 μαλλον
1) более, большеπολὺ и πολλῷ μ. Plat. — гораздо больше;
μ. τι Her. — несколько (больше), немного, до известной степени, сколько-нибудь;ἐπὴ μ. Plat. и μ. μ. Eur. — все больше и больше;μ. τοῦ δέοντος или μ. ἢ δεῖ Plat. — больше, чем следует;κηρόθι μ. Hom. — до глубины души2) предпочтительнее, лучше, скорее(τεθνάναι μ. ἢ ζώειν Her.)
πόλιν ὅλην διαφθεῖραι μ. ἢ οὐ τοὺς αἰτίους Thuc. — (афиняне предпочли) истребить скорее весь город, только бы не позволить ускользнуть виновникам;χαλεπόν, μ. δὲ ἀδύνατον Plat. — трудно, вернее сказать, невозможно;πολλοί, μ. δὲ πάντες Dem. — многие, чтобы не сказать все;παντὸς μ. Plat. — вернее всего, т.е. да, конечно;τὸ μ. καὴ ἧττον рит. Arst. (лат. a fortiori) — (довод) на основании преимущественного признака3) слишком, чрезмерно(θερμαίνεσθαι μ. Plat.)
См. также в других словарях:
αἰτίους — αἴτιος culpable masc acc pl αἴτιος culpable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
виноватыи — (65) пр. 1.Виновный, провинившийся в чем л.; признаваемый виновным: виноватъ ли боудеть своѩ емоу волѩ. или правъ боудѣть. а •і҃• гри(в). сѣрѣбра за соромъ емоу възѩти. Гр 1239 (смол.); Оже кто оубьѥть женоу то тѣмь же судомь соудити. ˫ако же и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PYTHAGORAS — I. PYTHAGORAS Euagorae filius, Diodor. l. 15. f. 460. recuperavit paternum regnum et bellô Persicô stetit a partibus Alexandri, Qu. Curt. l. 4. c. 3. II. PYTHAGORAS Exoletus, cui Nero, in modum sollemninium coniugiroum, denupsit, C. Lecaniô, M.… … Hofmann J. Lexicon universale
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
επεισκωμάζω — ἐπεισκωμάζω (Α) 1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.) 2. κάνω επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»] … Dictionary of Greek
κατάξιος — κατάξιος, ον (Α) ο πλήρως άξιος κάποιου, αυτός που αρμόζει, που πρέπει σε κάποιον, αντάξιος κάποιου («κατάξιον δ ἐμοῡ», Σοφ.). επίρρ... καταξίως (Α) αντάξια, κατ αξίαν, όπως αξίζει, όπως πρέπει σε κάποιον («τοὺς αἰτιους τῆς ἀποστάσεως… … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek