-
1 αισχυνη
(ῡ) ἥ1) стыд, позор; бесславиеἐς αἰσχύνην φέρειν Her. и ἐν αἰσχύναις ἔχειν Eur. — считать позорным;
2) осквернение, нанесение бесчестия(αἰσχύναι γυναικῶν καὴ παίδων Isocr.)
3) чувство стыда, стыдливостьαἰσχύνην τινὸς ἔχειν Soph. или δι΄ αἰσχύνης ἔχειν τι Eur. — стыдиться чего-л.;
πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς Soph. — отбросив всякий стыд4) уважение, почтение(πρὸς τοὺς γονέας Dem.)
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek