-
1 αἰσχύνας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσχύνας
-
2 κατακαμπτω
1) выгибать, сгибать(τι Plat.)
κ. εἰς κύκλον Plat. — сгибать в виде круга2) перен. ворочать, ирон. сочинять(τὰς στροφάς Arph.)
3) отворачивать в сторону, т.е. отбрасывать прочь(ἐλπίδας Eur.)
4) склонять, побуждать(κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.)
-
3 μητηρ
дор. μάτηρ (ᾱ), gen. μητρός, дор. ματρός, поэт. μητέρος ἥ (dat. μητρί - эп. μητέρι, acc. μητέρα, voc. μῆτερ; pl.: μητέρες, μητέρων, μητράσι(ν), μητέρας)1) матьἥ Μ. Her. = Δημήτηρ2) перен. мать, родительница(γῆ μ. Aesch.; γῆ πάντων μ. Hes.)
; родина(ἥ Σκῦρος, ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. ἔφυ Soph.)
3) перен. источник, причина(τῆς εὐπραξίας Aesch.; κακῶν Soph.; αἰσχύνας ἐμᾶς Soph.)
См. также в других словарях:
αἰσχύνας — αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem acc pl αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem gen sg (doric aeolic) αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνω make ugly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαφρίζω — ἐπαφρίζω (AM) αφρίζω στην επιφάνεια («γροῡς καὶ τὸ ἐπαφρίζον ταῑς χύτραις», Ευστ.) αρχ. απορρίπτω ως αφρό («κύματα... θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας», ΚΔ) … Dictionary of Greek