-
1 αισχυντηλός
-
2 αἰσχυντηλός
-
3 αἰσχυντηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχυντηλός
-
4 αισχυντηλά
αἰσχυντηλόςbashful: neut nom /voc /acc plαἰσχυντηλά̱, αἰσχυντηλόςbashful: fem nom /voc /acc dualαἰσχυντηλά̱, αἰσχυντηλόςbashful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 αἰσχυντηλά
αἰσχυντηλόςbashful: neut nom /voc /acc plαἰσχυντηλά̱, αἰσχυντηλόςbashful: fem nom /voc /acc dualαἰσχυντηλά̱, αἰσχυντηλόςbashful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 αισχυντηλότερον
αἰσχυντηλόςbashful: adverbial compαἰσχυντηλόςbashful: masc acc comp sgαἰσχυντηλόςbashful: neut nom /voc /acc comp sg -
7 αἰσχυντηλότερον
αἰσχυντηλόςbashful: adverbial compαἰσχυντηλόςbashful: masc acc comp sgαἰσχυντηλόςbashful: neut nom /voc /acc comp sg -
8 αισχυντηλόν
-
9 αἰσχυντηλόν
-
10 αισχυντηλαίς
-
11 αἰσχυντηλαῖς
-
12 αισχυντηλαί
-
13 αἰσχυντηλαί
-
14 αισχυντηλοί
-
15 αἰσχυντηλοί
-
16 αισχυντηλούς
-
17 αἰσχυντηλούς
-
18 αισχυντηλώς
-
19 αἰσχυντηλῶς
-
20 αισχυντηλάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰσχυντηλός — bashful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek
αἰσχυντηλά — αἰσχυντηλός bashful neut nom/voc/acc pl αἰσχυντηλά̱ , αἰσχυντηλός bashful fem nom/voc/acc dual αἰσχυντηλά̱ , αἰσχυντηλός bashful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλότερον — αἰσχυντηλός bashful adverbial comp αἰσχυντηλός bashful masc acc comp sg αἰσχυντηλός bashful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλόν — αἰσχυντηλός bashful masc acc sg αἰσχυντηλός bashful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλαῖς — αἰσχυντηλός bashful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλαί — αἰσχυντηλός bashful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλοί — αἰσχυντηλός bashful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλούς — αἰσχυντηλός bashful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλή — αἰσχυντηλός bashful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλήν — αἰσχυντηλός bashful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)