-
1 αἰσχυνθήσομαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσχυνθήσομαι
См. также в других словарях:
αἰσχυνθήσομαι — αἰσχύνω make ugly fut ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)