-
1 ενδεης
21) лишенный, нуждающийся(τῶν ἀναγκαίων Arst.; λογισμοῦ Plut.)
ὁπότε ἐ. εἴη Xen. — когда у него не хватало средств;σμικροῦ τινος ἐ. εἰμι Plat. — мне не хватает немногого;2) нехватающий, недостающийοὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος Soph. — не пропуская ничего;
εὗρον ἐνδεεῖς διαλλαγάς Eur. — я нашел, что примирение невозможно3) тж. compar. недостаточный, неполный, неудовлетворительный(τὰ πρήγματα Her.; συνθῆκαι Thuc.; πρός τι Plat.)
ἑνός μοι μῦθος ἐ. ἔτι Eur. — мне остается сказать еще одно слово4) преимущ. compar. худший, низший или меньший, уступающий(τῇ παρασκευῇ Thuc.; ταῖς οὐσίαις Isocr.)
γένος οὐδενὸς ἐ. Xen. — никому не уступающий в родовитости;αἰσχρὰ σοῦ μ΄ ἐδεέστερον ξένῳ φανῆναι πρὸς τὸ καίριον πονεῖν Soph. — мне стыдно (было бы) отстать от тебя в помощи (этому) иноземцу;ἐνδέεστεροί τι ἡμῶν Xen. — стоящие ниже нас в какой-то степени
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
βρομόγλωσσα — η 1. γλώσσα χυδαία, που μιλάει αισχρά: Καταλήξαμε σε καβγά με τη βρομόγλωσσά σου. 2. άνθρωπος συκοφάντης, χυδαίος: Η γυναίκα του είναι μια βρομόγλωσσα, που την τρέμει όλη η γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)