-
1 αισχροκερδης
-
2 αἰσχροκερδής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰσχροκερδής
-
3 αισχροκερδής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αισχροκερδής
-
4 αισχροκερδής
ης, ες 1. спекулянтский;2. (ο) спекулянт; мошенник, жулик -
5 αἰσχροκερδής
корыстолюбивый (жадный к деньгам), алчный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσχροκερδής
-
6 αισχροκερδής
[эсхрокердис] επ корыстолюбивый, спекулянтский. -
7 αισχροκερδής
[эсхрокердис] ουσ α корыстолюбец, спекулянт. -
8 146
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 146
См. также в других словарях:
αἰσχροκερδής — sordidly greedy of gain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] … Dictionary of Greek
αισχροκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κερδίζει παράνομα: Ήταν ένας από τους πιο αισχροκερδείς εμπόρους της αγοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσχροκέρδης — αἰσχροκερδέω to be sordid imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδῆ — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδές — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem voc sg αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδοῦς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδέσι — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδέστατοι — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδῶς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδώ — ( έω) (Α αἰσχροκερδῶ) [αἰσχροκερδής] είμαι αισχροκερδής, ασκώ αισχροκέρδεια, πραγματοποιώ αθέμιτα κέρδη … Dictionary of Greek