-
1 Αισυμνήτης
-
2 Αἰσυμνήτης
-
3 αισυμνήτης
-
4 αἰσυμνήτης
-
5 αἰσυμνητής
αἰσυμνητής: princely, dat. Il. 24.347†. v. l. αἰσῦητῆρι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰσυμνητής
-
6 αἰσυμνήτης
A judge, umpire at games, Od.8.258.2 overseer, bailiff, Theoc.25.48.II ruler chosen by the people, elective monarch, Arist.Pol. 1285a31, 1295a14, Arg.S.OT; compared with the Roman dictator, D.H.5.73.2 title of magistrates in Greek cities, IG7.15 ([place name] Megara), GDI 3045 ([place name] Chalcedon).3 epith. of Dionysus in Achaia, Paus.7.21.6 :— fem. [full] αἰσυμνῆτις, ιδος, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσυμνήτης
-
7 Αισυμνήτας
Αἰσυμνήτᾱς, Αἰσυμνήτηςjudge: masc acc plΑἰσυμνήτᾱς, Αἰσυμνήτηςjudge: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Αἰσυμνήτας
Αἰσυμνήτᾱς, Αἰσυμνήτηςjudge: masc acc plΑἰσυμνήτᾱς, Αἰσυμνήτηςjudge: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 αισυμνήτα
-
10 αἰσυμνῆτα
-
11 αισυμνήτας
αἰσυμνήτᾱς, αἰσυμνήτηςjudge: masc acc plαἰσυμνήτᾱς, αἰσυμνήτηςjudge: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 αἰσυμνήτας
αἰσυμνήτᾱς, αἰσυμνήτηςjudge: masc acc plαἰσυμνήτᾱς, αἰσυμνήτηςjudge: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 Αισυμνήτη
-
14 Αἰσυμνήτῃ
-
15 Αισυμνήτην
-
16 Αἰσυμνήτην
-
17 Αισυμνήτου
-
18 Αἰσυμνήτου
-
19 αισυμνήται
αἰσυμνάωrule over: pres subj mp 3rd sg (doric)αἰσυμνάωrule over: pres ind mp 3rd sg (doric)αἰσυμνάωrule over: pres subj mp 3rd sg (epic ionic)αἰσυμνάωrule over: pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic)αἰσυμνήτηςjudge: masc nom /voc pl -
20 αἰσυμνῆται
αἰσυμνάωrule over: pres subj mp 3rd sg (doric)αἰσυμνάωrule over: pres ind mp 3rd sg (doric)αἰσυμνάωrule over: pres subj mp 3rd sg (epic ionic)αἰσυμνάωrule over: pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic)αἰσυμνήτηςjudge: masc nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἰσυμνήτης — judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνήτης — judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… … Dictionary of Greek
αἰσυμνῆτα — αἰσυμνήτης judge masc voc sg αἰσυμνήτης judge masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЙСИМНЕТ — • Αίσυμνήτης, 1. см. Eurypylus, Еврипил; 2. слово, составленное, может быть, из αίσα (justa portio) и μιμνήσκω (помнящий о равной доле, о справедливости); в «Одиссее» (8, 258) означает выборных распорядителей состязаний; в… … Реальный словарь классических древностей
Αἰσυμνήτην — Αἰσυμνήτης judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσυμνήτου — Αἰσυμνήτης judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνήτου — αἰσυμνήτης judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσυμνήτῃ — Αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνήτῃ — αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… … Dictionary of Greek