-
1 καταγελως
- ωτος ὅ1) осмеяние, тж. насмешка, острота(πλατύς Arph.)
2) посмешище, смешное, нелепость(τῆς πράξεως Plat.)
τί δῆτ΄ ἐμαυτῆς καταγέλωτα ἔχω τάδε ; Aesch. — к чему на мне весь этот смешной наряд?
См. также в других словарях:
αἰσθάνει — αἰσθάνομαι perceive pres ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek