-
1 αἰπύνωτος
-
2 ὑψηλό-νωτος
ὑψηλό-νωτος, hochrückig, Erkl. von αἰπύνωτος, Schol. Aesch. Prom. 832.
См. также в других словарях:
αιπύνωτος — αἰπύνωτος, ον (Α) που βρίσκεται σε ψηλή ράχη, σε ψηλή βουνοπλαγιά (για τη Δωδώνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + νῶτον] … Dictionary of Greek
αἰπύνωτον — αἰπύνωτος on a high mountain ridge masc/fem acc sg αἰπύνωτος on a high mountain ridge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek