-
1 αινικτηριως
загадочно Aesch. -
2 λαμπρως
1) блистательно, великолепно2) ясно, прямо, открыто(λ. κοὐδὲν αἰνικτηρίως Aesch.)
λ. γένεσθαι Thuc. — стать явным, сделаться очевидным3) сильно, решительно
См. также в других словарях:
αινικτηρίως — αἰνικτηρίως (Α) [*αἰνικτήριος] αινιγματωδώς, αινιγματικά … Dictionary of Greek
αἰνικτηρίως — αἰνικτήριος in riddles adverbial αἰνικτήριος in riddles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)