-
1 Αινέας
Αἰνέᾱς, Αἰνείαςmasc acc pl (epic)Αἰνέᾱς, Αἰνείαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)——————Ἀινέᾱς, Ἀινείαςmasc acc pl (epic)Ἀινέᾱς, Ἀινείαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
2 Αινεας
-
3 Αἰνέας
Αἰνέας leader of the chorus.1ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα O. 6.88
-
4 Αἰνέας
Αἰνέας, ου, ὁ (lit.; ins [e.g. ISyriaW 1929; 2238, also fr. Palestine: SEG VIII, 255–112/111 B.C.]; pap [Preisigke, Namenbuch]) Aeneas at Lydia cured of palsy Ac 9:33f.—DDD s.v. Aeneas. -
5 Αἰνέας
Βλ. λ. Αινέας -
6 Ἀινέας
Βλ. λ. Αινέας -
7 Αἰνέας
{собств., 2}Парализованный, которого исцелил ап. Павел (Деян. 9:33, 34).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Αἰνέας
-
8 Αινέας
{собств., 2}Парализованный, которого исцелил ап. Павел (Деян. 9:33, 34).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Αινέας
-
9 Αἰνέας
Эней (имя парализованного исцеленного ап. Петром).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Αἰνέας
-
10 Αινειας
дор. Αἰνέας - ου ὅ Эней1) сын троянца Анхиса и Афродиты, предводитель дарданцев Hom.2) ὅ Τακτικός, из Стимфала, автор Πολιορκητικὸν ὑπόμνημα, IV в. до н.э. -
11 132
{собств., 2}Парализованный, которого исцелил ап. Павел (Деян. 9:33, 34).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 132
-
12 ἄγγελος
ἄγγελος (-ος, -ον; -οι, -ων.)1 messenger ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (sc. Ὅμηρος.) P. 4.278παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59
ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν N. 6.57
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.101
fig. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader.) O. 6.90 -
13 κρατήρ
1 mixing bowl for wineθαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
met., cf. κίρναμι a: ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, σκυτάλα Μοισᾶν, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader) O. 6.91θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.2
-
14 σκυτάλα
1 message stick met., message bringer ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, leader of the chorus) O. 6.91 -
15 Αἰνείας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰνείας
-
16 Aeneas
Αἰνείας, -ου, ὁ, in V. sometimes Αἰνέας, -ου (scanned either as three syllables or two), or say, son of Anchises.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aeneas
См. также в других словарях:
Αινέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος στρατηγός, γιος του Ωκύτη, που κύρωσε την ανακωχή Αθηναίων και Σπαρτιατών το 423 π.Χ. 2. Λοχαγός από τη Στυμφαλία (4ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται στην Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα, ότι πέθανε λίγες μέρες πριν οι… … Dictionary of Greek
Αἰνέας — Αἰνέᾱς , Αἰνείας masc acc pl (epic) Αἰνέᾱς , Αἰνείας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀινέας — Ἀινέᾱς , Ἀινείας masc acc pl (epic) Ἀινέᾱς , Ἀινείας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αινεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Απόλλωνα από τη Σίλβη, κόρη του Πηνειού. Λέγεται και Αινηεύς ή Αινέας. Μετανάστευσε από τη Θεσσαλία στον Ελλήσποντο και νυμφεύθηκε την Αινήτη, κόρη του βασιλιά της Θράκης Ευσώρου. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Κύζικος … Dictionary of Greek
Ιαμίδες — Το διασημότερο από τα τέσσερα μαντικά γένη της αρχαίας Ήλιδας. Γενάρχης του ήταν ο Ίαμος, γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης (κόρης του Ποσειδώνα και της λακωνικής νύμφης Πιτάνης), την οποία υιοθέτησε ο ηγεμόνας της Αρκαδίας, Αίγυπτος. Οι… … Dictionary of Greek