-
1 αἰθαλοκομπία
αἰθᾰλοκομπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθαλοκομπία
-
2 αιθαλοκομπίαις
-
3 αἰθαλοκομπίαις
См. также в других словарях:
αιθαλοκομπία — αἰθαλοκομπία, η (Μ) αδικαιολόγητη καύχηση, κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη + κόμπος «κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
αἰθαλοκομπίαις — αἰθαλοκομπία empty boasting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek