-
41 αἰγόστασις
αἰγό-στασις, ἡ,A goat-pen, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγόστασις
-
42 αἰγοτριχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγοτριχέω
-
43 αἰγοφάγος
αἰγο-φάγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγοφάγος
-
44 αἴγοτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴγοτριψ
-
45 αἰγοδίωξ
-
46 αἰγόδορος
-
47 αἰγοθήλης
-
48 αἰγοθήρας
-
49 αἰγόκερας
αἰγό-κερας, Bockhorn, foenum graecum -
50 αἰγοκερεύς
αἰγο-κερεύς, Steinbock, auch vom Sternbild -
51 αἰγόκερως
αἰγό-κερως, dasselbe, als adj. ziegenhornig -
52 αἰγοκέφαλος
αἰγο-κέφαλος, Ziegenkopf, ein Vogel -
53 αἰγομελής
-
54 αἰγονομεύς
-
55 αἰγονόμιον
αἰγο-νόμιον, Ziegenweide, -herde -
56 αἰγόπλαστος
-
57 αἰγοπόδης
-
58 αἰγοπρόσωπος
-
59 αἰγοσκελής
-
60 αἰγοτριχέω
См. также в других словарях:
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
ετερόκερος — η, ο και ετερόκερως, ων 1. αυτός που έχει κέρατα ανόμοια μεταξύ τους 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόκερος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κερος ή κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ημεροθηρικός — ἡμεροθηρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρική η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θηρικός… … Dictionary of Greek
θηροδίωξ — θηροδίωξ, ὁ (Μ) θηροδιώκτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + δίωξ, σπάνιος μτγν. και μσν. παράλλ. τ. τού διώκτης (πρβλ. αιγο δίωξ)] … Dictionary of Greek
ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… … Dictionary of Greek
κριοκέφαλος — η, ο (Α κριοκέφαλος, ον) νεοελλ. ζωολ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κεραμβυκίδες αρχ. αυτός που έχει κεφάλι κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο κέφαλος, βου κέφαλος] … Dictionary of Greek
κριοπρόσωπος — κριοπρόσωπος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πρόσωπο κριαριού («κριοπρόσωπον τοῡ Διὸς τὸ ἄγαλμα ποιοῡσι Αἰγύπτιοι», Ηρόδ.) 2. (για πλοίο) αυτός που στην πλώρη του έχει σκαλισμένη τη μορφή ενός κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρόσωπον (πρβλ. αιγο… … Dictionary of Greek
λαθροπόδης — λαθροπόδης, ὁ (Α) αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] … Dictionary of Greek
μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek