-
1 αιγις
I1) козья шкура(δασύμαλλος Aesch.)
2) плащ из козьей шкуры (у Her. встреч. как народноэтимол. смешение с αἰγίς II, 2)II- ίδος ὅ1) вихрь, буря(αίγίδων κότος Aesch.)
2) эгида (вздымающий грозные бури щит Зевса, реже - Аполлона и Афины, по позднейшему преданию, сделанный из шкуры козы Амалтеи) Hom., Aesch. - см. αἰγίς См. αιγις I, 2 -
2 αθανατος
2 и 3(θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный(θεοί Hom., Hes.; αἰγίς, κακόν Hom.; χάρις Her.; ἀρετή Soph.; φλόξ Arph.; σοφία Isocr.)
ἀ. ἀνήρ Her. «бессмертный» ( солдат из числа οἱ ἀθάνατοι 2) -
3 αμφιδασυς
-
4 αριπρεπης
21) великолепный(αἰγίς, χηλός, ὄρος, ἵππος Hom.)
2) яркий, лучезарный(ἄστρα Hom.)
3) блистательный, славный(γενέσθαι ἀριπρεπέα Τρόεσσιν Hom.; ἀνήρ Plut.)
-
5 δασυμαλλος
-
6 εριτιμος
-
7 θουρις
-
8 θυσανοεις
(αἰγίς, ἀσπίς Hom.)
-
9 καταιγις
-
10 κυαναιγις
-
11 μαρμαρεος
-
12 μελαναιγις
-
13 σμερδαλεος
-
14 στεφανοω
1) med.-pass. окружать, охватывать, окутывать, окаймлятьἀμφὴ δέ μιν νέφος ἐστεφάνωτο Hom. — он был окутан облаком;(αἰγίς), ἣν πέρι πάντῃ φόβος ἐστεφάνωται Hom. — эгида, сеявшая вокруг ужас;τὰ τείρεα, τά τ΄ οὐρανὸς ἐστεφάνωται Hom. — звезды, которыми усеяно небо2) увенчивать, венчать, украшать (словно) венком(ῥόδοις Arph.; κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Eur.)
σ. τινά τι Arph. — награждать кого-л. венком за что-л.;ἐστεφανωμένος τιήρην μυρσίνῃ Her. — украсив свою тиару миртом;στεφανοῦσθαι τῷ θεῷ Xen. — украшать себя венками в честь божества;σ. τινα ἤθεσι χρηστοῖς Arph. — украшать кого-л. добрыми нравами3) награждать(τινα ἑκατὸν μναῖς Diod.)
4) оказывать почести, чтитьσ. τὸν τύμβον αἵματι Eur. — окропить могилу кровью (жертвы);
σ. Ἑλλάδα Eur. — воздавать почести Элладе -
15 φοβεστρατος
См. также в других словарях:
αιγίς — αἰγὶς ( ίδος), η (Α) βλ. αιγίδα … Dictionary of Greek
αἰγίς — goatskin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγίς — Αἰγί̱ς , Αἰγίς goatskin fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Αἰγίς goatskin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγις ή Αίγυς — Μια από τις έξι πόλεις που αποτελούσαν την Εξάπολη της Λακωνίας. Ήταν ισότιμη προς τη Σπάρτη, αλλά οι Σπαρτιάτες την κυρίευσαν την εποχή του Λυκούργου, με το πρόσχημα πως συνωμοτούσε εναντίον τους μαζί με τους Αρκάδες. Δεν σώζονται ερείπια της… … Dictionary of Greek
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
Эгида — (Αιγίς) в греч. мифологии атрибут Зевса, Афины и Аполлона, как божеств грозных атмосферных явлений, символизующий грозовую тучу. В Илиаде она называется то блестящею , то темною ; она наводит ужас и даже молния не в силах одолеть ее. Наряду с… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Αἰγί — Αἰγίς goatskin fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίδα — αἰγίς goatskin fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίδας — αἰγίς goatskin fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίδες — αἰγίς goatskin fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίδι — αἰγίς goatskin fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)