-
1 Αυτόνομος
-
2 Αὐτόνομος
-
3 αυτόνομος
-
4 αὐτόνομος
-
5 αυτονομος
21) живущий по собственным законам, автономный, независимый, самостоятельный(ἄνδρες Her.; πόλεις Arst., Polyb.; πολιτεία Plut.)
2) свободный, вольный(Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.)
3) добровольный(αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.)
-
6 αυτόνομος
αυτόνομος, -η, -οавтономный, самостоятельный:αυτόνομη Εκκλησία η — автономная Церковь – поместная Церковь, за которой признается право выбора и хиротонии архиереев не выше епископа. Рукоположение и выбор архиепископа осуществляется патриархией, которой подчиняется данная автономная церковь:Этим.< αυτο- + νόμος «закон» -
7 αυτόνομος
η, ο [ος, ον ]1) автономный; 2) самостоятельный, независимый -
8 αυτόνομος
[афтономос] εκ. автономный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυτόνομος
-
9 αυτόνομος
[афтономос] επ автономный. -
10 αὐτόνομος
αὐτόνομ-ος, ον,A living under one's own laws, independent, of persons and states, Hdt.1.96, 8.140.ά, Cratin. 15 D., etc.; freq. in Th.,αὐ. ἐπὶ σφῶν αὐτῶν οἰκεῖν Id.2.63
;ἀφιέναι αὐ. τινα Id.1.139
;αὐ. ποιεῖν τινα Id.5.33
;αὐ. ἀπό τινος X.HG 5.1.36
, cf. Lac.3.1;πόλις.. ἐλευθέρα καὶ αὐ. IG3.481
, al.;αὐ. πολιτεία Plu.Rom.27
.2 generally, of one's own free will,ἀλλ' αὐ... Ἀΐδην καταβήσει S.Ant. 821
(lyr.).3 of animals, feeding and ranging at will, AP7.8 (Antip. Sid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόνομος
-
11 αὐτόνομος
αὐτό-νομος, nach eigenen Gesetzen, also frei u. unabhängig lebend; bes. von Staaten: unabhängig. Von Tieren: frei weidend -
12 αυτόνομος
autonome -
13 αυτόνομος
autonomiczny przym. -
14 αυτόνομος
1) autonomní2) samosprávný -
15 αυτόνομος
1) autonomic2) autonomousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυτόνομος
-
16 samosprávný
αυτόνομος -
17 autonomic
αυτόνομος -
18 autonomous
αυτόνομος -
19 autonomiczny
αυτόνομος -
20 otonom
αυτόνομος, χειραφετημένος
См. также в других словарях:
Αὐτόνομος — living under one s own laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομος — living under one s own laws masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόνομος — η, ο (AM αὐτόνομος, ον) αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος νεοελλ. 1. αυτοτελής, αυτοδύναμος 2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
αυτόνομος — η, ο ανεξάρτητος, αυτοκυβέρνητος: Η πολιτεία του Αγίου Όρους είναι αυτόνομη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτονόμως — αὐτόνομος living under one s own laws adverbial αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομον — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc sg αὐτόνομος living under one s own laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμοις — Αὐτόνομος living under one s own laws masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμοις — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμου — Αὐτόνομος living under one s own laws masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμους — Αὐτόνομος living under one s own laws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)