Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αυτή

  • 1 она

    она (н)её, (н)ей. (н)ею, о ней) αυτή· она там будет αυτή θα είναι εκεί· её не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы уедем без неё θα φύγουμε χωρίς αυτή· я ей напишу θα της γράψω γράμμα* мы обратимся к ней θα απευθυνόμαστε σ' αυτή· я хочу её видеть θέλω να την βλέπω· перевод сделан ею αυτή έκανε τη μετάφραση* вы с ней незнакомы? την γνωρίζετε; я говорил о ней μιλούσα γι* αυτή
    * * *
    ((н)её, (н)ей, (н)ею, о ней)

    она́ там бу́дет — αυτή θα είναι εκεί

    её не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι

    мы уе́дем без неё — θα φύγουμε χωρίς αυτή

    я ей напишу́ — θα της γράψω γράμμα

    мы обрати́мся к ней — θα απευθυνόμαστε σ'αυτή

    я хочу́ её ви́деть — θέλω να την βλέπω

    перево́д сде́лан е́ю — αυτή έκανε τη μετάφραση

    я говори́л о ней — μιλούσα γι'αυτή

    Русско-греческий словарь > она

  • 2 этот

    этот (эта. это, эти) αυτός· \этот человек αυτός ο άνθρωπος· в \этот раз αυτή τη φορά; эта женщина αυτή η γυναίκα· эта девочка αυτό το κορίτσι·
    * * *
    (эта, это, эти)

    э́тот челове́к — αυτός ο άνθρωπος

    в э́тот раз — αυτή τη φορά

    э́та же́нщина — αυτή η γυναίκα

    э́та де́вочка — αυτό το κορίτσι

    э́то ме́сто — αυτή η θέση

    э́то о́чень интере́сно! — (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον!

    э́ти ученики́ — αυτοί οι μαθητές

    э́ти кни́ги — αυτά τα βιβλία

    Русско-греческий словарь > этот

  • 3 данный

    данный δεδομένος в \данныйое время τώρα, αυτή την ώρα в \данныйом случае σ'αυτή την πε ρίπτωση
    * * *

    в да́нное вре́мя — τώρα, αυτή την ώρα

    в да́нном слу́чае — σ'αυτή την περίπτωση

    Русско-греческий словарь > данный

  • 4 её

    её 1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) της; это её место αυτή η θέση είναι δική της; этот чемодан её αυτή η βαλίτσα είναι δική της
    * * *
    1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) της

    э́то её ме́сто — αυτή η θέση είναι δική της

    э́тот чемода́н её — αυτή η βαλίτσα είναι δική της

    Русско-греческий словарь > её

  • 5 она

    она
    [(н)ее, (н)ей, (и)ею, о ней] мест, личн. 3 л. ед. ч. ж. р. αὐτή:
    она сама αὐτή, αὐτή ἡ ἰδιά это \она αὐτή εἶναι· вот \она νάτηνα, νάτη· нужно позвать ее πρέπει νά τήν φωνάζουμε· идти с нею πηγαίνω μαζί της· писа́ть ей τής γράφω· думать о ней τήν σκέπτομαι.

    Русско-новогреческий словарь > она

  • 6 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 7 больше

    больше 1. (сравн. cm. от большой ) μεγαλύτερος περισσότερος (по количеству)' этот зал \больше αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη 2. (сравн. cm. от много ) περισσότερο как можно \больше όσο το δυνατό περισσότερο спасибо, я \больше не хочу ευχαριστώ, δε θέλω άλλο
    * * *
    1. сравн. ст. от большой
    μεγαλύτερος; περισσότερος ( по количеству)

    э́тот зал бо́льше — αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη

    2. сравн. ст. от много

    как мо́жно бо́льше — όσο το δυνατό περισσότερο

    спаси́бо, я бо́льше не хочу́ — ευχαριστώ, δε θέλω άλλο

    Русско-греческий словарь > больше

  • 8 его

    его 1. род. и вин. л. от он, оно 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) του, это \его место αυτή η θέση είναι δική του \его домашние οι δικοί του
    * * *
    1. род. и вин. п. от он, оно 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) του

    э́то его́ ме́сто — αυτή η θέση είναι δική του

    его́ дома́шние — οι δικοί του

    Русско-греческий словарь > его

  • 9 занятый

    занятый 1) απασχολημένος я \занятыйт είμαι απασχολημένος вы \занятыйты? είστε απασχολημένος; 2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος это место \занятыйто αυτή η θέση είναι πιασμένη
    * * *

    я за́нят — είμαι απασχολημένος

    вы за́няты? — είστε απασχολημένος

    2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος

    э́то место за́нято — αυτή η θέση είναι πιασμένη

    Русско-греческий словарь > занятый

  • 10 означать

    означать σημαίνω, εννοώ· что \означатьет это слово? τι σημαίνει αυτή η λέξη;
    * * *
    σημαίνω, εννοώ

    что означа́тьет э́то сло́во? — τι σημαίνει αυτή η λέξη

    Русско-греческий словарь > означать

  • 11 сойти

    сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι
    * * *

    сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα

    сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ

    вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση

    Русско-греческий словарь > сойти

  • 12 такой

    такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;
    * * *
    τέτοιος; τόσος ( настолько)

    тако́й большо́й — τόσο μεγάλος

    тако́й же — όμοιος, ίδιος

    таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο

    в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή

    что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει

    кто он ( или кто э́то) тако́й? — ποιος είναι αυτός

    Русско-греческий словарь > такой

  • 13 долго

    долго
    нареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:
    это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει.

    Русско-новогреческий словарь > долго

  • 14 мы

    мы
    (нас, нам, нами) мест. личн. ἐμείς, ήμεϊς:
    мы с вами поедем вместе μαζί θά πᾶμε· у нас есть... Εχουμε..:
    в это время нас не бывает дома τήν ῶρα αὐτή δέν είμαστε σπίτι· нас это не устраивает αὐτό δέν μας συμφέρει (или δέν μας βολεύει)· приходите к нам ἐλᾶτε σέ μᾶς· работа сделана нами αὐτή τή δουλειά τήν ἐκάναμε ἐμεϊς· он говорит о нас μιλάει γιά μας.

    Русско-новогреческий словарь > мы

  • 15 взвалить

    взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•

    взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.

    2. αναθέτω, επιφορτίζω•

    на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.

    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•

    она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.

    ρίχνομαι, πέφτω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взвалить

  • 16 возразить

    -ажу, -азишь
    ρ.σ.
    αντιλέγω, εναντιολογώ, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω•

    я -ил против этого предложения πρόβαλα α’-ντψρήσεις σ’ αυτή την πρόταση, αντιτάχτηκα σ’ αυτή την πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > возразить

  • 17 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 18 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 19 добиться

    -бьюсь, -бьшься
    ρ.σ.
    πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•

    наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•

    она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).

    || εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•

    к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.

    εκφρ.
    не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•
    не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > добиться

  • 20 дурно

    1. επίρ. άσχημα, κακά, -ώς•

    он поступил очень дурно αυτός συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα•

    дурно воспитанный κακοαναθρεμμένος•

    дурно обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

    2. (ως κατηγ.) είμαι, αισθάνομαι άσχημα•

    ей дурно αυτή αισθάνεται άσχημα•

    мне дурно αισθάνοααι άσχημα•

    ей стало дурно αυτή έγινε χειρότερα•

    ему сделалось дурно αυτός κόντεψε να λιποθυμήσει.

    Большой русско-греческий словарь > дурно

См. также в других словарях:

  • αϋτή — ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)] 1. φωνή, κραυγή, βοή 2. πολεμική κραυγή 3. τρίξιμο …   Dictionary of Greek

  • αὑτή — αὐτή , αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτῇ — ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj act 3rd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτή cry fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτή — ἀϋ̱τή , ἀυτή cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτῇ — αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτή — αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτῇ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὕτη — οὗτος this fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὑτὴ φράσει σιγῶσα. — См. Иной молчок ответ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»