-
41 фрахт
мор., торг. о ναύλ/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фрахт
-
42 шаг
1. (при хотьбе) το βήμα 2. (резьбы, зубьев, винта) το βήμα, το διάστημα (του σπειρώματος, της έλικας, των οδοντωτών)поперечный - маш. εγκάρσιο -3. (действие, поступок) το βήμα, η ενέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шаг
-
43 поднять
поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του* * *1) σηκώνω, υψώνωподня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι
подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι
подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία
подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία
2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζωподня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές
••подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)
подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα
подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση
-
44 подняться
1) ( встать) σηκώνομαι2) ( наверх) ανεβαίνω3) ( повыситься) αυξάνω, αναβαίνωу него́ подняла́сь температу́ра — ανέβηκε η θερμοκρασία του
-
45 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
46 выработка
выработк||аж1. (действие) ἡ κατασκευή/ ἡ ἐπεξεργασία, ἡ ἐκπόνηση (плана, резолюции и т. д.)·2. (продукция) ἡ παραγωγή·3. (производительность) ἡ ἀποδοτικότητα [-ης], ἡ ἀπόδοση:годовая \выработка ἡ ἐτησία ἀπόδοση· повышать нормы \выработкаи αὐξάνω τήν ἀποδοτικότητα·4. \выработкаи мн. горн. τά μεταλλεία. -
47 множить
множитьнесов1. мат πολλαπλασιάζω·2. (увеличивать) αὐξάνω, πληθύνω. -
48 набавлять
набавлятьнесов αὐξάνω, ἀνεβάζω, ὑψώνω:\набавлять цену ὑψώνω τήν τιμή. -
49 надбавлять
надбавлятьнесов αὐξάνω, ἀνεβάζω, ὑψώνω. -
50 прибавлять
прибавлятьнесов προσθέτω, βάζω κι ἄλλο / αὐξάνω (увеличивать):\прибавлять сто рублей προσθέτω ἐκατό ρούβλια· \прибавлять шагу ἐπιταχύνω τό βήμα· ◊ \прибавлять в весе παχαίνω. -
51 прирастать
прирастатьнесов, прирасти сов1. κολλώ (άμετ.) πάνω, προσκολλώμαι, προσ-φύομαι·2. (увеличиваться) αὐξάνω, μεγαλώνω. -
52 раздувать
раздув||атьнесов1. φυσώ, φουσκώνω:\раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·2. (надувать) φουσκώνω·3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:\раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·5. перен, (увеличивать, расширять):\раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες. -
53 умножать
умнож||атьнесов1. (увеличивать) αὐξάνω (μβτ.), πληθαίνω (μετ.), πληθύνω, μεγαλώνω (μετ.)·2. мат πολλαπλασιάζω:\умножать десять на пять πολλαπλασιάζω δέκα ἐπί πέντε. -
54 усугублять
усугуб||лятьнесов μεγαλώνω, αὐξάνω, μεγεθύνω (увеличивать)/ ἐπιδεινώνω, χειροτερεύω Ο-ετ.) (ухудшать):\усугублятьлять вину́ ἐπιδεινώνω τό σφάλμα μου· \усугублятьлять положение χειροτερεύω τή θέση μου (или τήν κατάσταση)· \усугублятьля́ть опасность μεγαλώνω τόν κίνδυνον \усугублятьлять страдания κάνω πιό βαριά τά βάσανα. -
55 набавлять
[ναμπαβλγιάτ'] ρ. αυξάνω -
56 надбавлять
[ναντμπαβλγιάτ'] ρ. αυξάνω -
57 увеличивать
[ουβιλίτσιβατ'] ρ. αυξάνω -
58 умножать
[ουμναζάτ'] ρ. αυξάνω -
59 набавлять
[ναμπαβλγιάτ'] ρ αυξάνω -
60 надбавлять
[ναντμπαβλγιάτ'] ρ αυξάνω
См. также в других словарях:
αυξάνω — αυξάνω, αύξησα βλ. πίν. 104 Σημειώσεις: αυξάνω : έχει και τη σημασία του αυξάνομαι. Σπάνιος ο τύπος αυξαίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αὐξάνω — increase pres subj act 1st sg αὐξάνω increase pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω ησα, ήθηκα, ημένος 1. ως μτβ., κάνω κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι: Αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των υπαλλήλων του. 2. ως αμτβ., γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε πολύ ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
αὖξον — αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) αὐξάνω increase pres part act masc voc sg αὐξάνω increase pres part act neut nom/voc/acc sg αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αὐξάνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξάνεσθε — αὐξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat mp 2nd pl αὐξάνω increase pres ind mp 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξάνετε — αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat act 2nd pl αὐξάνω increase pres ind act 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξήσω — αὐξάνω increase aor ind mid 2nd sg (doric) αὐξάνω increase aor subj act 1st sg αὐξάνω increase fut ind act 1st sg αὐξάνω increase aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξανον — αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξετε — αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat act 2nd pl αὐξάνω increase pres ind act 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξανόμεθα — αὐξάνω increase imperf ind mp 1st pl (doric) αὐξάνω increase pres ind mp 1st pl αὐξάνω increase imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)