-
21 разбухать
разбухатьнесов, разбухнуть сов1. πρήζομαι, ἐξογκώνομαι·2. черен. φουσκώνω (άμετ.), αὐξάνομαι ὑπερβολικά:книга разбу́хла τό βιβλίο φούσκωσε· штаты разбу́хли τό προσωπικό αὐξήθηκε ὑπερβολικά. -
22 расти
растинесов1. μεγαλώνω/ φυτρώνω, βλασταίνω, φύομαι (о растениях)·2. (увеличиваться) αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι·3. (совершенствоваться) ἀναπτύσσομαι, τελειοποιούμαι, προοδεύω. -
23 увеличиватьиваться
увеличивать||иваться1. αὐξάνομαι, μεγαλώνω (<-/-ετ.), μεγεθύνομαι·2. (при помощи оптического прибора) μεγεθύνομαι. -
24 усугубляться
усугуб||лятьсяμεγαλώνω (άμετ.), αὐξάνομαι (увеличиваться)/ χειροτερεύω (άμετ.) (ухудшаться). -
25 нарастать
[ναραστάτ'] ρ. αυξάνομαι, μεγαλώνω -
26 расти
[ραστί] ρ. μεγαλώνω, αυξάνομαι -
27 увеличиваться
[ουβιλίτσιβατσα] ρ. αυξάνομαι -
28 нарастать
[ναραστάτ'] ρ αυξάνομαι, μεγαλώνω -
29 расти
[ραστί] ρ μεγαλώνω, αυξάνομαι -
30 увеличиваться
[ουβιλίτσιβατσα] ρ αυξάνομαι -
31 нарасти
-тт, παρλθ. χρ. нарос, -ла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. наросший, ρ.σ.1. φύομαι, φυτρώνω, αναπτύσσομαι. || μεγαλώνω, αυξαίνω.2. (με ποσοτική σημ.) φυτρώνω, βλασταίνω•-ло много деревьев βλάστησαν πολλά δέντρα.
3. μαζεύομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (για τόκους, χρέη κ.τ.τ.). -
32 отрасти
-стт, παρλθ. χρ. отрос, -ла, -лбμτχ. παρλθ. отросшийρ.σ. φύομαι,αναφύομαι• φυτρώνω, εκβλαστάνω• αυξάνομαι, μεγαλώνω. -
33 повысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•повысить цену ανεβάζω την τιμή•
повысить голос υψώνω τη φωνή.
|| αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•
повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•
повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•
повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.
2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•повысить в должности προάγω στο βαθμό.
1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.2. προάγομαι (υπηρεσιακά). -
34 пополнить
ρ.σ.μ. συμπληρώνω, αυξαίνω•запасы продовольствия συμπληρώνω τις προμήθειες.
συμπληρώνομαι, αυξάνομαι, ενισχύομαι•отряд -лся το τμήμα συμπληρώθηκε (εν ισχύθηκε).
-
35 придавать
-
36 расширить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω• διευρύνω•расширить улицу διευρύνω την οδό•
расширить проход φαρδύνω τη διάβαση•
расширить отверстие διευρύνω την οπή•
расширить платье в талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση.
2. αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω• επεκτείνω•торговлю αυζαίνω το εμπόριο•
расширить завод επεκτείνω το εργοστάσιο•
расширить границы государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους•
расширить сферу влияния επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής.
- кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώσεις).1. (δι)ευρύνομαι• πλατύνομαι, φαρδύνομαι•дорога -лась ο δρόμος πλάτυνε•
платье -лось το φόρεμα φάρδυνε.
2. αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, μεγαλώνω•курорт значительно -лся η λουτρόπολη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά.
-
37 умножить
-
38 усугубить
-блю, -бишьκ. усугубить-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•усугубить внимание εντείνω την προσοχή•
запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•
усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.
δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•
-лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αυξάνομαι — αυξάνομαι, αυξήθηκα, αυξημένος βλ. πίν. 105 Σημειώσεις: αυξάνομαι : η μτχ. αυξημένος χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μεγάλος σε μέγεθος, ένταση κτλ. Π.χ. η αγορά καλείται να αντιμετωπίσει αυξημένες ανάγκες ζήτησης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αὐξάνομαι — αὐξάνω increase pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλδήσκω — (Α) μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι καθώς αυξάνομαι, αυξάνομαι υπό άλλη μορφή («μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι δέμας», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλδήσκω «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
ετερομεγεθώ — ἑτερομεγεθῶ, έω (Α) αυξάνομαι κατά το ένα μέρος, αυξάνομαι άνισα («ὀδόντες αὔξοντες καὶ ἑτερομεγεθήσαντες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μεγεθώ (< μέγεθος)] … Dictionary of Greek
κρουασάν — το είδος γαλλικού αφράτου εδέσματος, αλμυρού ή γλυκού, που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croissant «γλύκισμα» < γαλλ. croissant «μισοφέγγαρο» < γαλλ. croitre «αυξάνομαι» < λατ. cresco «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
παραέξομαι — Α αυξάνομαι κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾀέξομαι «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… … Dictionary of Greek
πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… … Dictionary of Greek
τέλλω — Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.) 2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.) β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ jω) συνδέεται με το θ.… … Dictionary of Greek
υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
υποσταχύομαι — Α (επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»] … Dictionary of Greek