-
1 нахальный
-
2 халда
-ы θ. (απλ.) γυναίκα αυθάδης. || υβρ. αυθάδης. -
3 резкий
1. (действующий, проявляющийся с большой силой) οξύς, δυνατός, ισχυρός 2. (слишком яркий, чересчур сильный) έντονος 3. (грубо очерченный, чётко обозначенный) αδρός 4. (внезапный и очень значительный) απότομος 5. (порывистый, быстрый) απότομος, σφοδρός 6. (грубый, дерзкий) αυθάδης, θρασύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резкий
-
4 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
5 дерзкий
дерзк||ийприл1. (непочтительный, наглый) θρασύς, αὐθάδης, ἀναιδής, προ-πέτης:\дерзкий ответ ἡ ἀναιδής ἀπάντηση· \дерзкийая выходка ἡ αὐθάδεια· \дерзкий мальчишка τό παληόπαιδο·2. (смелый) τολμηρδς, ριψοκίνδυνος. -
6 заносчивый
зано́счив||ыйприл ἀλαζονικός, προκλητικός/ αὐθάδης (наглый). -
7 наглец
нагл||ецм ὁ θρασύς, ὁ αὐθάδης, ὁ ἀναιδής, ὁ ξετσίπωτος. -
8 нахал
нахалм ὁ αὐθάδης, ὁ πρσπέτης, ὁ ἀναιδής, ὁ ἀδιάντροπος. -
9 нахальный
нахал||ьныйприл αὐθάδης, θρασύς, ἀναιδής. -
10 нелюбезный
нелюбезныйприл ἀπροσηγορος, ψυχ· ρός, ἀπότομος / ἀγενής (невежливый):\нелюбезный ответ ἡ ἀγενής (или αὐθάδης) ἀπἀντηση. -
11 развязный
развязн||ыйприл ἀσύστολος, ξετσί-πωτος/ αὐθάδης (дерзкий):\развязныйые манеры ἡ ἐλευθεριότης· \развязныйый тон τό αὐθάδες ὕφος. -
12 наглый
[νάγκλυϊ] εκ. αυθάδης, θρασύς -
13 нажал
[ναχάλ] ουσ. α αυθάδης, αναιδής -
14 нажал
[ναχάλ] ουσ. α αυθάδης, αναιδής -
15 нахальный
[ναχάλ’νυΐ] εκ. αυθάδης, αναιδής -
16 наглый
[νάγκλυϊ] επ αυθάδης, θρασύς -
17 нажал
[ναχάλ] ουσ α αυθάδης, αναιδής -
18 нажал
[ναχάλ] ουσ α αυθάδης, αναιδής -
19 нахальный
[ναχάλ’νυϊ] επ αυθάδης, αναιδής -
20 беспардонный
επ.(απλ.) αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αυθάδης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐθάδης — αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem acc pl (attic epic doric) αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αὐθά̱δης , αὐθάδης self willed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… … Dictionary of Greek
αὐθαδέστερον — αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed adverbial comp αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed masc acc comp sg αὐθᾱδέστερον , αὐθάδης self willed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδει — αὐθά̱δει , αὐθάδης self willed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐθά̱δει , αὐθάδης self willed masc/fem/neut dat sg αὐθά̱δεϊ , αὐθάδης self willed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθάδη — αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐθά̱δη , αὐθάδης self willed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτώδης — αὐτώδης, ες (Α) ο αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < *αυτοFάδης < αυτός + Faδ , αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
καταυθαδίζω — καταυθαδίζω, μέσ. ίζομαι και ιάζομαι (AM) 1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου 2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)] … Dictionary of Greek
περιαυθαδίζομαι — Α 1. είμαι πάρα πολύ αυθάδης 2. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐθαδίζομαι «είμαι αυθάδης»] … Dictionary of Greek
ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά … Dictionary of Greek
αὐθαδεστέρα — αὐθᾱδεστέρᾱ , αὐθάδης self willed fem nom/voc/acc comp dual αὐθᾱδεστέρᾱ , αὐθάδης self willed fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)