-
61 ἄλειμμα
-ατος τό N 3 1-0-1-1-0=3 Ex 30,31; Is 61,3; DnTh 10,3anything used for anointing, unguentCf. LE BOULLUEC 1989, 311 -
62 ἄλλαγμα
-ατος τό N 2 3-2-2-3-2=12 Lv 27,10.33; Dt 23,19(18); 2 Sm 24,24; 1 Kgs 10,28that which is changed Lv 27,10; that which is given in exchange, ransom Is 43,3; reward, price Dt 23,19ἐλάμβανον ἐν ἀλλάγματι they received (them) at a price 1 Kgs 10,28 Cf. CAIRD 1968b=1972 114 -
63 ἅλμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 39,25spring, leap -
64 ἁμάρτημα
-ατος + τό N 3 8-4-6-1-17=36 Gn 31,36; Ex 28,38; Lv 4,29; Nm 1,53; 18,23ἁμάρτημα θανάτου sin worthy of death Dt 22,26Cf. DANIEL, S. 1966 304.308-313; PASSONI DELL’ACQUA 1988 335-350; →NIDNTT; TWNT -
65 ἀμβλάκημα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 DnTh 6,5error, fault -
66 ἀνάθεμα
-ατος + τό N 3 6-13-1-0-1=22 Nm 21,3; Lv 27,28(bis); Dt 13,16.18anything devoted to destruction, an accursed thing (semit., rendering Hebr. חרם) Dt 13,18ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε αὐτὴν you shall devote it to evil or destruction, you shall curse it Dt 13,16; πᾶν δὲ ἀνάθεμα, ὃ ἐὰν ἀναθῇ ἄνθρωπος every thing devoted to destruction that a man has dedicated Lv 27,28; Ἀνάθεμα Anathema (name of a city) Nm 21,3see ἀνάθημαCf. DEISSMANN 1901, 342; HARLÉ 1988, 214; MENESTRINA 1979, 12; VAN UNNIK 1973, 113-126;→NIDNTT; TWNT -
67 ἀνάθημα
-ατος + τό N 3 2-0-0-0-3=5 Dt 7,26(bis); Jdt 16,19; 2 Mc 9,16; 3 Mc 3,17votive offering, gift 2 Mc 9,16; anything devoted to destruction, accursed thing Dt 7,26; see ἀνάθεμα→NIDNTT; TWNT -
68 ἀνάλημμα
-ατος τό N 3 0-1-0-0-1=2 2 Chr 32,5; Sir 50,2fortified wall, fortification, fortress -
69 ἀνάπαυμα
-ατος τό N 3 0-0-1-1-0=2 Is 28,12; Jb 3,23repose, rest Jb 3,23Cf. HELBING 1907, 113; SHIPP 1979, 69 -
70 ἀνάστεμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Jdt 9,10height, majesty; see ἀνάστημα -
71 ἀνάστημα
-ατος τό N 3 1-1-2-0-1=5 Gn 7,23; 1 Sm 10,5; Zph 2,14; Zech 9,8; Jdt 12,8height Zph 2,14; erection, encampment 1 Sm 10,5; raising up Jdt 12,8πᾶν τὸ ἀνάστημα everything that had been rising Gn 7,23Cf. GEHMAN 1951=1972 99; 1966=1972 106; GRILLET 1997 212; HAUSPIE 2002, forthcoming; LEE, J.1983, 51; TOV 1984a 68(Gn 7,23) -
72 ἀνόμημα
-ατος + τό N 3 3-3-4-2-3=15 Lv 17,16; 20,14; Dt 15,9; Jos 7,15; 24,19transgression of the law, iniquity, wickedness; neol.?Cf. DANIEL, S. 1966 311.312 -
73 ἀντάλλαγμα
-ατος + τό N 3 0-1-1-4-3=9 1 Kgs 20(21),2; Jer 15,13; Ps 54(55),20; 88(89),52; Jb 28,15*Ps 88(89),52 ἀντάλλαγμα reward-ֵעֶקב for MT עקבות ָעֵקב footsteps, footprints→NIDNTT; TWNT -
74 ἀνταπόδομα
-ατος + τό N 3 1-3-6-4-8=22 Gn 50,15; JgsA 9,16; 14,4; 2 Chr 32,25; Is 1,23repayment, requital, recompense Gn 50,15; reward JgsA 9,16; neol.Cf. HARL 1986a, 317; →NIDNTT -
75 ἀντίπτωμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-2=2 Sir 31,29; 32,20accident, conflict, occasion or means for stumbling and falling Sir 31,29ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου walk not the way full of obstacles Sir 32,20 neol. -
76 ἀντιστήριγμα
-
77 ἀξίωμα
-ατος τό N 3 1-0-0-8-2=11 Ex 21,22; Ps 118(119),170; Est 5,3.7; 7,2judicial assessment Ex 21,22; request, petition 1 Ezr 8,4; dignity, rank 2 Mc 4,31Cf. LE BOULLUEC 1989, 220; WEVERS 1990, 334 -
78 ἀπάντημα
-ατος τό N 3 0-1-0-1-2=4 1 Kgs 5,18; Eccl 9,11; TobS 6,8(bis) -
79 ἀπαύγασμα
-ατος + τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 7,26radiance, brightness, reflection; neol.Cf. LARCHER 1984, 502-503; →NIDNTT; TWNT -
80 ἀπείκασμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 13,10representation, likenessCf. GILBERT 1973, 83
См. также в других словарях:
.άτος — ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτος — ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ … Dictionary of Greek
ἆτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek
ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] … Dictionary of Greek
ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] … Dictionary of Greek