Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ατμόσφαιρα

  • 21 парить

    парить I
    несов
    1. (белье, бочку и т. п.) κλιβανίζω, ζεματίζω·
    2. (репу и т. п.) τσιγαρίζω·
    3. безл:
    парит ἐχει πνιγηρή ἀτμόσφαιρα, ἐχει πνιγούρα.
    парить II
    несов πετώ, βρίσκομαι μετέωρος, ζυγίζομαι (στον ἀέρα):
    \парить в воздухе αίωροῦμαι, εἶμαι μετέωρος' ◊ \парить в облаках βρίσκομαι στά σύννεφα, φαντασιο-κοπῶ.

    Русско-новогреческий словарь > парить

  • 22 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 23 удушливый

    уду́шлив||ый
    прил
    1. прям., перен πνιγηρός, ἀποπνικτικός:
    \удушливый день πνιγηρή μέρα· \удушливый запах ἀποπνικτική ὁσμή· \удушливыйая атмосфера ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα· \удушливыйая среда ἀποπνικτικό περιβάλλον
    2. (о газе и т. п.) ἀσφυκτικός.

    Русско-новогреческий словарь > удушливый

  • 24 атмосфера

    [ατμασφιέρα] ουσ. θ. ατμόσφαιρα

    Русско-греческий новый словарь > атмосфера

  • 25 атмосфера

    [ατμασφιέρα] ουσ θ ατμόσφαιρα

    Русско-эллинский словарь > атмосфера

  • 26 атмосфера

    θ.
    1. η ατμόσφαιρα.
    2. Ο αέρας.
    3. το περιβάλλον, το κλίμα, η επικρατούσα ψυχολογική κατάσταση.
    4. μονάδα πίεσης.

    Большой русско-греческий словарь > атмосфера

  • 27 аэрофотосъемка

    θ.
    αεροφωτογράφηση, η φωτογράφηση από τόν αέρα, την ατμόσφαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > аэрофотосъемка

  • 28 воздух

    α.
    1. αέρας•

    воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.

    2. η ατμόσφαιρα.
    εκφρ.
    воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•
    на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•
    на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•
    дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•
    в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•
    быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•
    выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•
    питаться -омειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου.

    Большой русско-греческий словарь > воздух

  • 29 дружеский

    επ.
    φιλικός•

    дружеский привет φιλικός χαιρετισμός•

    дружеский тон φιλικός τόνος•

    -ая улыбка φιλικό χαμόγελο•

    -ая услуга φιλική εξυπηρέτηση•

    -ая атмосфера φιλική ατμόσφαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > дружеский

  • 30 заразить

    -ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зараженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ. ц.
    1. μολύνω, μιαίνω•

    заразить гриппом μολύνω με γρίπη.

    || μολύνω την ατμόσφαιρα.
    2. μτφ. μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ•

    заразить страхом μεταδίνω το φόβο•

    заразить примером μεταδίνω το κακό παράδειγμα.

    || διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω.
    1. μολύνομαι•

    заразить оспой μολύνομαι από ευλογιά.

    2. επηρεάζομαι•

    заразить суеверием μολύνομαι από δεισιδαιμονία.

    Большой русско-греческий словарь > заразить

  • 31 накалённый

    επ. από μτχ.
    τεταμένος• οξυμένος•

    -ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα•

    -ая обстановка τεταμένη κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > накалённый

  • 32 натянутый

    επ. από μτχ.
    βεβιασμένος, αναγκαστικός επιτηδευμένος ψυχρός•

    -ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.

    || τεταμένος•

    -ые отношения τεταμένες σχέσεις•

    -ая атмосфера τεταμένη ατμόσφαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > натянутый

  • 33 океан

    α.
    1. ωκεανός.
    2. μτφ. κάθε τι απέραντο, αχανές, απειράριθμο• πλήθος•

    океан слз ποτάμια δάκρυα•

    океан стрсти ωκεανός παθών•

    людской океан ανθρωποθάλασσα.

    εκφρ.
    воздушный океан – η ατμόσφαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > океан

  • 34 сгустить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. густить.
    2. μτφ. συγκεντρώνω, πυκνώνω.
    εκφρ.
    сгустить атмосферу – εντείνω την κατάσταση, δημιουργώ τεταμένη κατάσταση•
    сгустить краски – υπερβάλλω, τα παραλέω.
    1. βλ. густиться•

    сироп -лся το σιρόπι έδεσε (πήχτωσε).

    2. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συνάζομαι.
    εκφρ.
    отмосфера -лась – η ατμόσφαιρα (κατάσταση) έγινε τεταμένη.

    Большой русско-греческий словарь > сгустить

  • 35 удушливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о.
    1. αποπνικτικός, πνιγηρός• ασφυκτικός• — запах αποπνικτική μυρουδιά•

    -ая жара ασφυκτική ζέστα.

    2. μτφ. δυσάρεστος, αντιπαθής, απεχθής•

    -ая атмосфера αποπνικτική ατμόσφαιρα (περιβάλλον)•

    -ая среда αποπνικτικό περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > удушливый

См. также в других словарях:

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — η (το ατμοσφαίρα, η είναι λάθος) 1. ο αέρας που περιβάλλει τη Γη και ίσως άλλα ουράνια σώματα: Η ατμόσφαιρα σήμερα είναι καθαρή. 2. το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ή δρα κανείς: Στη δουλειά του η ατμόσφαιρα δεν ήταν και πολύ φιλική. 3. μονάδα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»