-
1 ἀτμός
ἀτμός (ἄω), ὁ, Dampf, Dunst; Hauch, Aesch. Ag. 1284 Eum. 133 u. Sp.; εὐώδης ἀτμὸς ἔχει πλοκάμους Antiphil. 6 (VI, 250); Alex. Ath. IX, 383 e.
-
2 ατμός
-
3 ἀτμός
-
4 ατμος
ὁ пар, испарение Aesch., Arst., Plut., Luc., Anth. -
5 ἀτμός
ἀτμός, ὁ,A steam, vapour, A.Eu. 138;ὅταν ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ.. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arist.Pr. 862a4
; Ἄραψ ἀ., of incense, Pae.Delph.II: in pl., vapours, A.Fr. 205; clouds of steam, Jul.Mis. 341d; esp. of odours, A.Ag. 1311, Arist.Pr. 908a21, Ph.1.96,al., Lib.Or.12.79 (pl.), etc.; distd. from ἀτμίς, as dry from moist, by Olymp.in Mete.165.25. [[pron. full] ᾰτμ A.Fr. 205.] -
6 ἀτμός
ἀτμός, Dampf, Dunst; Hauch -
7 ἀτμός
Grammatical information: m.Meaning: `steam, vapour, odour' (A.),Other forms: ἀτμή f. `id.' (Hes.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Contracted from ἀετμός, cf. ἀετμόν τὸ πνεῦμα, ἄετμα φλόξ H.? Compared with ἄ(Ϝ)ελλα (q. v.) \< *ἄϜε-λ-ι̯ᾰ (Chantr. Form. 136) and ἄημι; further with ἀυτμή (q. v.), but the `ablaut' is unexplained. Chantr. points to the difference in meaning with ἄημι. Diff. Solmsen Unt. 271f. - Not to Skt. ātmán- `soul', OHG. ātum `breath' (\< * h₁eh₁tm-). Cf. Bq.Page in Frisk: 1,179-180Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀτμός
-
8 ατμός
ο1) пар; испарение; 2) πλ. перен. угар, дурман;υπό των ατμών της μέθης — под винными парами, во хмелю, в пьяном угаре;
παρασύρθηκε από τούς ατμούς της αλαζονείας — он стал жертвой своего высокомерия;
§ σκάφος υπ' ατμόν судно под парами;βρίσκομαι υπ' ατμόν быть готовым отправиться в путь -
9 ατμός
οDunst m -
10 ατμός
[атмос] ουσ. а. пар.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ατμός
-
11 ατμός
[атмос] ουσ α пар. -
12 ατμός
пареаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ατμός
-
13 ατμός
buhar, buğu -
14 ατμός
vapeur -
15 ατμός
para (f) rzecz. -
16 ατμός
pára -
17 ατμός
1) steam2) vapourΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ατμός
-
18 ὑπ-ατμός
-
19 ἔν-ατμος
ἔν-ατμος, voll von Dünsten, D. Sic. 2, 49.
-
20 vapour
ατμός
См. также в других словарях:
ἀτμός — steam masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
ατμός — ο 1. το αέριο που παράγεται από ένα υγρό με τη θέρμανση, ο αχνός: Το νερό ήταν τόσο ζεστό που έβγαζε ατμούς. 2. το αέριο που βγαίνει από νερό το οποίο βράζει και που χρησιμοποιείται για την κίνηση μηχανών: Με τον ατμό κινήθηκαν για κάμποσα χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεκορεσμένος ατμός — Ατμός που βρίσκεται σε θερμοδυναμική ισορροπία με το υγρό ή το στερεό σώμα από το οποίο προέρχεται. Ανάμεσα σε ένα υγρό και τον κ.α. του υπάρχει δυναμική ισορροπία, δηλαδή ο αριθμός των μορίων που απομακρύνονται στη μονάδα του χρόνου από την υγρή … Dictionary of Greek
ἀτμοῖς — ἀτμός steam masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμοῖσι — ἀτμός steam masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμοῖσιν — ἀτμός steam masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμοί — ἀτμός steam masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμοῦ — ἀτμός steam masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμούς — ἀτμός steam masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμῶ — ἀτμός steam masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)