-
41 αστού
-
42 ἀστοῦ
-
43 αστοί
-
44 ἀστοί
-
45 αστούς
-
46 ἀστούς
-
47 αστώ
-
48 ἀστῷ
-
49 αστών
-
50 ἀστῶν
-
51 αστόν
-
52 ἀστόν
-
53 κασθ'
ἀστά̱, ἀστήfem nom /voc /acc dualἀστά̱, ἀστήfem nom /voc sg (doric aeolic)ἀσταί, ἀστήfem nom /voc plἀστέ, ἀστόςtownsman: masc voc sgἔσθε, ἔσθωeat: pres imperat act 2nd sg (epic)ἔστε, ἔστεup to the time that: indeclform (conj)ἐστι, εἰμίsum: pres ind act 3rd sgἐστε, εἰμίsum: pres ind act 2nd plἔστε, εἰμίsum: pres imperat act 2nd plἔσται, εἰμίsum: fut ind mid 3rd sg -
54 κἄσθ'
ἀστά̱, ἀστήfem nom /voc /acc dualἀστά̱, ἀστήfem nom /voc sg (doric aeolic)ἀσταί, ἀστήfem nom /voc plἀστέ, ἀστόςtownsman: masc voc sgἔσθε, ἔσθωeat: pres imperat act 2nd sg (epic)ἔστε, ἔστεup to the time that: indeclform (conj)ἐστι, εἰμίsum: pres ind act 3rd sgἐστε, εἰμίsum: pres ind act 2nd plἔστε, εἰμίsum: pres imperat act 2nd plἔσται, εἰμίsum: fut ind mid 3rd sg -
55 καστ'
ἀστά̱, ἀστήfem nom /voc /acc dualἀστά̱, ἀστήfem nom /voc sg (doric aeolic)ἀσταί, ἀστήfem nom /voc plἀστέ, ἀστόςtownsman: masc voc sgἔστε, ἔστεup to the time that: indeclform (conj)ἐστι, εἰμίsum: pres ind act 3rd sgἐστε, εἰμίsum: pres ind act 2nd plἔστε, εἰμίsum: pres imperat act 2nd plἔσται, εἰμίsum: fut ind mid 3rd sg -
56 κἄστ'
ἀστά̱, ἀστήfem nom /voc /acc dualἀστά̱, ἀστήfem nom /voc sg (doric aeolic)ἀσταί, ἀστήfem nom /voc plἀστέ, ἀστόςtownsman: masc voc sgἔστε, ἔστεup to the time that: indeclform (conj)ἐστι, εἰμίsum: pres ind act 3rd sgἐστε, εἰμίsum: pres ind act 2nd plἔστε, εἰμίsum: pres imperat act 2nd plἔσται, εἰμίsum: fut ind mid 3rd sg -
57 καστόν
ἀστόν, ἀστόςtownsman: masc acc sgἐστον, εἰμίsum: pres ind act 2nd dualἐστον, εἰμίsum: pres ind act 3rd dual -
58 κἀστόν
ἀστόν, ἀστόςtownsman: masc acc sgἐστον, εἰμίsum: pres ind act 2nd dualἐστον, εἰμίsum: pres ind act 3rd dual -
59 αἴτε
1 orεὖτ' ἂν μόλῃ ξεῖνος αἴτ ὦν ἀστός P. 4.78
-
60 ἄτα
1 ruin, doom κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον sc.Τάνταλος O. 1.57
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν the city of Augeas destroyed by Herakles O. 10.37 ( δόλιος ἀστός) σαίνων ποτὶ πάντας ἄταν πάγχυ διαπλέκει (Heyne: ἀγὰν Boeckh: ἄγαν codd.) P. 2.82 φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἄτᾳ, ἄτα codd.: ἆται Hermann: ἄτᾳ expungens < ἀλλ> add. Boeckh, < τᾶν> Thiersch: locus conclamatus) P. 11.55φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
См. также в других словарях:
ἀστός — townsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ … Dictionary of Greek
αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾆστος — ἄιστος unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖς — ἀστός townsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖσι — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖσιν — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοί — ἀστός townsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῦ — ἀστός townsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστούς — ἀστός townsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστῷ — ἀστός townsman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)