Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αστρονομικός

См. также в других словарях:

  • ἀστρονομικός — skilled in astronomy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρονομικός — ή, ό (AM ἀστρονομικός, ή, όν) [αστρονομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομία νεοελλ. υπερβολικός, υπέρμετρος αρχ. ο ειδικός στην αστρονομία …   Dictionary of Greek

  • αστρονομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αστρονομία· «αστρονομικός αριθμός», ο πολύ μεγάλος αριθμός: Αστρονομικό αριθμό κάνουν τα ποσά που ξοδεύονται από τα διάφορα κράτη για εξοπλισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστρονομικά — ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc pl ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικώτερον — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial comp ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc comp sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικῶν — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem gen pl ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικόν — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικώτατα — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial superl ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικώτατον — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc superl sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικαί — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομικοῖς — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»