-
1 αστρονομικός
[астрономикос]εκ. астрономический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστρονομικός
-
2 астрономический
-
3 астрономический
астроном||и́ческийприл ἀστρονομικός. -
4 астрономический
επ.αστρονομικός•-ие наблюдения αστρονομικές παρατηρήσεις.
εκφρ.-те числа (ή цифры) – αστρονομικοί αριθμοί.
См. также в других словарях:
ἀστρονομικός — skilled in astronomy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρονομικός — ή, ό (AM ἀστρονομικός, ή, όν) [αστρονομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομία νεοελλ. υπερβολικός, υπέρμετρος αρχ. ο ειδικός στην αστρονομία … Dictionary of Greek
αστρονομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αστρονομία· «αστρονομικός αριθμός», ο πολύ μεγάλος αριθμός: Αστρονομικό αριθμό κάνουν τα ποσά που ξοδεύονται από τα διάφορα κράτη για εξοπλισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρονομικά — ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc pl ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικώτερον — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial comp ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc comp sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικῶν — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem gen pl ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικόν — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικώτατα — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial superl ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικώτατον — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc superl sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικαί — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικοῖς — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)