-
81 Ἀσιανῷ
-
82 Ασιανώς
-
83 Ἀσιανῶς
-
84 Ασιανάς
-
85 Ἀσιανάς
-
86 Ασιανή
-
87 Ἀσιανή
-
88 Ασιανήν
-
89 Ἀσιανήν
-
90 Ασιανός
-
91 Ἀσιανός
-
92 Ασιατογενής
-
93 Ἀσιατογενής
-
94 Ασιατίδων
-
95 Ἀσιατίδων
-
96 Ασιών
-
97 Ἀσιῶν
-
98 Ασιάτης
-
99 Ἀσιάτης
-
100 Ασιάτιδα
См. также в других словарях:
.ασία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ασίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱͅ , ἐσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσία — Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc/acc dual Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc/acc dual (ionic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσίης masc nom/voc/acc dual Ἀσίᾱ , Ἀσίης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσίᾳ — Ἀ̱σίᾱͅ , Ἄσιος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀσίαι , Ἀσία Asia fem nom/voc pl (ionic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσία Asia fem dat sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
ξιπ(π)ασιά — η (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπασιά … Dictionary of Greek
Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιανῶν — Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia fem gen pl Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)