-
1 ασήμαντος
-
2 ἀσήμαντος
-
3 ασημαντος
I2[σημάντωρ] оставшийся без пастуха, беспризорный(μῆλα Hom.)
II2[σημαίνω]1) не меченный(βοῦς Her.)
ἀ. τινος Plat. — лишенный какого-л. признака;τὰ σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — вещи, как опечатанные, так и неопечатанные2) ничего не обозначающий, лишенный значения(φωνή Plut.; λέξις Diog.L.)
-
4 ασήμαντος
η, ο [ος, ον ]1) незначительный; пустяковый;πράγματα — пустяки;2) пустой, бессодержательный -
5 ασήμαντος
[асимандос] εκ. незаметный, незначительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασήμαντος
-
6 ασήμαντος
[асимандос] επ незаметный, незначительный. -
7 ἀσήμαντος
ἀσήμ-αντος, ον,A without leader or shepherd,μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών Il.10.485
, cf. Tryph.616;δόμος Opp.H.3.361
.III ἀσήμαντοι τούτου ὃ.. σῶμα ὀνομάζομεν not entombed in this, which we call body, Pl.Phdr. 250c, with play on signf. 11.1, cf. Dam.Pr. 161.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσήμαντος
-
8 ἀσήμαντος
ἀ-σήμαντος ( σημαίνω): without a guide (shepherd); μῆλα, Il. 10.485† (cf. Il. 15.325).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσήμαντος
-
9 ἀσήμαντος
ἀ-σήμαντος, (1) ohne Gebieter, unbeschützt; nicht bezeichnet, ohne Kennzeichen. (2) act., nichts bezeichnend, Ggstz σημαντικός -
10 ασήμαντος
безначаенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ασήμαντος
-
11 ασήμαντος
1) insignifiant2) mineur -
12 ασήμαντος
1) błahy przym.2) minorowy przym.3) niepełnoletni przym.4) nieważny przym.5) nieznaczny przym.6) trywialny przym.7) znikomy przym. -
13 ασήμαντος
1) bezvýznamný2) menší3) moll4) mollový5) nedospělý6) nepatrný7) neplnoletý8) nezletilec9) nezletilý -
14 ασήμαντος
1) insignificant2) minor3) puny4) trivialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασήμαντος
-
15 insignifiant
ασήμαντος -
16 bezvýznamný
ασήμαντος -
17 menší
ασήμαντος -
18 moll
ασήμαντος -
19 mollový
ασήμαντος -
20 nedospělý
ασήμαντος
См. также в других словарях:
ἀσήμαντος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασήμαντος — η, ο (AM ἀσήμαντος, ον) νεοελλ. ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος 2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι 3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος 4. ο χωρίς σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σημαίνω < σήμα… … Dictionary of Greek
ασήμαντος — η, ο αυτός που δεν είναι σημαντικός, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: Ήταν ασήμαντος, αλλά παράσταινε το σπουδαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσημάντως — ἀσήμαντος without leader adverbial ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμαντον — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc sg ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοιο — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοις — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισι — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισιν — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντου — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντους — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)