-
1 ἀργεστής
ἀργεστής (so, nicht ἀργέστης zu accentuiren, s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 306), der weiße, Hom. zweimal, als Beiwort des Notos, Iliad. 11, 306 ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ ἀργεστᾶο Νότοιο u. 21, 334 Ζεφύροιο καὶ ἀργεστᾶο Νότοιο ἐξ ἁλόϑεν ὄρσουσα ϑύελλαν; nach Aristarch ist der ἀργεστὴς Νότος der sogenannte Λευκόνοτος, Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 306 πρὸς τὸ σημαινόμενον, ὅτι τὰ συνιστάμενα ὑπὸ τοῠ Λευκονότου νέφη ὁ Ζέφυρος διατινάσσει. ders. 21, 334 ἀργεστᾶο Νότοιο: τοῠ λεγομένου Λευκονότου; vgl. Apollon. Lex. 42, 26. Bei Hes. Th. 379. 870 heißt so der Zephyrus. Bei Arist. Meteor. 2, 6 ( ἀπὸ δυσμῆς ϑερινῆς), Theophr. u. Sp. ein eigener Nordwestwind. So Leon. Al. 15 (IX, 42).
-
2 ἀργεστής
ἀργεστής, der weiße; der Zephyrus; ein eigener Nordwestwind -
3 ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν, glänzend, weißschimmernd, μαστός Pind. P. 4, 8 (s. ἀργᾶς); κεραυνός Luc. Tim. 1; ἔλαιον Nic. Al. 98, durchsichtig, wofür aber Th. 105 ἀργῆτος ἐλαίου steht; ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. Arg. 125, wofür 685 ἀργῆσιν, erinnert an ἀργεστής. Vgl. Βορέαο ἀργῆντα κέλευϑα Opp. Cyn. 2. 140.
-
4 ὀλυμπίας
ὀλυμπίας, ὁ, ἄνεμος, der Nordwestwind, sonst ἀργέστης, nach Arist. Meteorl. 2, 6 ἀπὸ δυσμῆς χειμερινῆς. Vgl. auch σκίρων.
-
5 ὀλυμπίας
См. также в других словарях:
αργεστής — ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α) 1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου) 2. ο λευκός 3. (κύρ. όν.) Αργέστης ο βορειοδυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *αργεσ το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) και το… … Dictionary of Greek
ἀργεστής — clearing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέστης — ἀργεστής clearing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεσταί — ἀργεστής clearing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεστοῦ — ἀργεστής clearing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεστᾶο — ἀργεστής clearing masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεστῇσι — ἀργεστής clearing masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεστήν — ἀργεστής clearing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέστην — ἀργεστής clearing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέστου — ἀργεστής clearing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέστῃ — ἀργεστής clearing masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)