-
1 αρατος
-
2 Αρατος
эп.-ион. Ἄρητος - ου ὅ Арат1) сын Нестора Hom.2) сын Приама Hom.3) родом из Сикиона, ахейский полководец, 271-213 гг. до н.э. Plut.4) родом из Сол Киликийских, автор астрономических поэм Φαινόμενα и Διοσημεῖα, 1-я пол. III в. до н.э. -
3 Αρατος
-
4 Ἄρατος
-
5 αρατός
-
6 ἀρατός
-
7 ἀρᾱτός
ἀρᾱτός, ion. ἀρητός, gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. καταράσιμος, Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν γόον, heillos, v. l. ἄρρητον.
-
8 ἀρᾱτός
ἀρᾱτός, gebeten, erwünscht; verflucht -
9 ἀρατός
-
10 άρατος
η, ο исчезнувший, невидимый -
11 παγ-κατ-άρᾱτος
παγ-κατ-άρᾱτος, ganz zu verfluchen, ganz verwünscht, Ar. Lys. 588.
-
12 πολυ-άρᾱτος
πολυ-άρᾱτος, = πολυάρητος; σοφία, Plat. Theaet. 165 e; Sp.
-
13 τρις-κατ-άρᾱτος
τρις-κατ-άρᾱτος, dreimal verwünscht, höchst verwünschenswerth; Dem. 25, 82; Luc. Alex. 2, öfter.
-
14 κατ-ᾱρᾱτος
κατ-ᾱρᾱτος, verwünscht, verflucht; Ar. Ran. 178 u. öfter; Eur. Med. 112; ὁ καταρατότατος Soph. O. R. 1344; auch bei den Rednern, bes. Dem. oft.
-
15 δημο-κατ-άρᾱτος
δημο-κατ-άρᾱτος, vom Volke, öffentlich verflucht, K. S.
-
16 δημ-άρᾱτος
δημ-άρᾱτος, vom Volke erfleht, Eust.
-
17 θεο-κατ-άρᾱτος
θεο-κατ-άρᾱτος, von Gott verflucht, K. S.
-
18 λᾱ-κατ-άρᾱτος
λᾱ-κατ-άρᾱτος, verstärktes κατάρατος, Phot.
-
19 λᾱο-κατ-άρᾱτος
λᾱο-κατ-άρᾱτος, vom Volk verflucht, Sp.
-
20 ἀπ-άρᾱτος
См. также в других словарях:
Ἄρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
Άρατος — Sp Ãratas Ap Άρατος/Aratos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άρατος — η, ο αυτός που εξαφανίστηκε, άφαντος: Σε μια στιγμή έγινε άρατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρατός — ἀρᾱτός , ἀρατός prayed against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητόν — ἀρατός prayed against masc/fem acc sg (ionic) ἀρατός prayed against neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀρητός prayed against masc acc sg ἀρητός prayed against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράτω — Ἄρατος masc nom/voc/acc dual Ἄρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητοί — ἀρατός prayed against masc/fem nom/voc pl (ionic) ἀρητός prayed against masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητέ — ἀρατός prayed against masc/fem voc sg (ionic) ἀρητός prayed against masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητῶς — ἀρατός prayed against adverbial (ionic) ἀρητός prayed against adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)