-
141 ἀπό-πληκτος
ἀπό-πληκτος, niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάϑους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)