Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

από+αύριο

  • 21 сегодня

    сегодня
    нареч σήμερα, σήμερον:
    \сегодня у́тром σήμερα τό πρωί· \сегодня вечером ἀπό-ψε, σήμερα τό βράδυ· \сегодня ночью ἀπόψε τή νύχτα· ◊ не -завтра σήμερα-αὔριο.

    Русско-новогреческий словарь > сегодня

  • 22 γίνομαι

    (αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)
    1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;

    αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;

    η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;
    έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;

    γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;

    γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;

    τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;

    έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;

    θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;

    δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;

    πώς έγινε έτσι;
    а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;

    όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;

    τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;

    5) быть готовым;

    πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;

    δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;

    όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;

    6):

    τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;

    7) годиться, подходить, быть впору;

    αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;

    8) случаться, происходить;

    τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;

    τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;

    τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;

    τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;

    9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;

    πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;

    δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;

    10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;

    δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;

    γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;

    § τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);

    γίν καλά — поправляться, выздоравливать;

    γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б ) быть в полном беспорядке (о вещах);

    γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;

    γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;

    δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;

    έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;
    άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;

    τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;

    γένοιτο! пусть будет так!;
    γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;

    τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;

    ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;

    ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;
    τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γίνομαι

  • 23 Κάλλιο πέντε και στο στόμα, παρά δέκα και στο χώμα

    Κάλλιο πέντε και στο χέρι ( στο στόμα), παρά δέκα και καρτέρι ( στο χώμα)
    – Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα
    – Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα
    – Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ
    Лучше синица в кулаке, чем журавль в небе
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι
    Лучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там
    Лучше синица в руке, чем журавль в небе
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πέντε και στο στόμα, παρά δέκα και στο χώμα

  • 24 Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι

    Κάλλιο πέντε και στο χέρι ( στο στόμα), παρά δέκα και καρτέρι ( στο χώμα)
    – Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα
    – Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα
    – Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ
    Лучше синица в кулаке, чем журавль в небе
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι
    Лучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там
    Лучше синица в руке, чем журавль в небе
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι

  • 25 Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα

    Κάλλιο πέντε και στο χέρι ( στο στόμα), παρά δέκα και καρτέρι ( στο χώμα)
    – Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα
    – Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα
    – Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ
    Лучше синица в кулаке, чем журавль в небе
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι
    Лучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там
    Лучше синица в руке, чем журавль в небе
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα

  • 26 ожидать

    ρ.δ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. ожиданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναμένω, περιμένω, καρτερώ•

    ожидать поезд περιμένω το τραίνο•

    ожидать случай περιμένω την ευκαιρία•

    ожидать изв-стия περιμένω νέα•

    тебя я -э.ю εσένα περιμένω.

    || μτφ. προσδοκώ, προσμένω.
    2. ελπίζω•

    я этого от вас не -ал αυτό δεν το περίμενα από σας.

    3. επιφυλάσσω•

    блестящая карьера -ет его λαμπρή σταδιοδρομία τον περιμένει.

    περιμένομαι, αναμένομαι• προβλέπομαι•

    весна -ется поздняя η Ανοιξη αναμένεται όψιμη•

    он -ется прийти завтра αυτός αναμένεται να έρθει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > ожидать

  • 27 отъезжающий

    ουσ. από μτχ. ο αναχωρών•

    -ая η αναχωρούσα•

    -ие завтра οι αναχωρούντες αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > отъезжающий

  • 28 рвануть

    -ну, -ншь ρ.σ.
    1. τραβώ δυνατά απότομα•

    он -ул меня за рукав αυτός με τράβηξε απότομα από το μανίκι.

    2. ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, χυμώ. || (για άνεμο, ρεύμα) • φυσώ δυνατά, ορμητικά. || σκάζω, κάνω έκρηξη.
    3. (απλ.)• αναχωρώ, φεύγω• πηγαίνω•

    завтра мы -м в Москву αύριο πάμε για τη Μόσχα.

    4. (απλ.) παίρνω, βουτώ• παίρνω παράνομα•

    рвануть изрядный куш βουτώ μεγάλο ποσό χρημάτων.

    ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвануть

  • 29 стартовать

    -тую, -туешь
    ρ.δ.κ.σ.
    (αθλτ.) ξεκινώ, εκκινώ (από αφετηρία)•

    бегуны -уют завтра в 11 часов οι δρομείς ξεκινούν αύριο στις 11 η ώρα.

    || (αερπ.) απογειώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стартовать

  • 30 утром

    επίρ. (το) πρωί•

    гулять утром - полезно для здоровья ο περίπατος (το) πρωί είναι ωφέλιμος για την υγεία•

    рано утром νωρίς το πρωί•

    ранним утром από νωρίς το πρωί•

    сегодня утром σήμερα το πρωί•

    завтра утром αύριο πρωί•

    вчера утром χτες πρωί•

    однажды утром μια φορά (το) πρωί.

    Большой русско-греческий словарь > утром

См. также в других словарях:

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • διοικητικός, -ή — ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη διοίκηση ή το διοικητή: Από αύριο ασκεί διοικητικά καθήκοντα. 2. το ουδ. ως ουσ., διοικητικό η διοικητική ικανότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλυτέρευση — η βελτίωση, διόρθωμα, φτιάξιμο: Η μετεωρολογική υπηρεσία μίλησε για καλυτέρευση του καιρού από αύριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… …   Dictionary of Greek

  • έωθεν — ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II] από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς αρχ. (φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» πρωί πρωί, από τα χαράματα β) «αὔριον ἕωθεν» αύριο πρωί πρωί, αύριο τα χαράματα …   Dictionary of Greek

  • σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»