Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

απερέίσιος

См. также в других словарях:

  • απερείσιος — ἀπερείσιος, ον (Α) βλ. απειρέσιος …   Dictionary of Greek

  • ἀπερείσιος — ἄπερεισις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀπέρεισις leaning upon fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιος countless masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερείσιον — ἀπερείσιος countless masc/fem acc sg (epic) ἀπερείσιος countless neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερείσια — ἀπερείσιος countless neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερείσι' — ἀπερείσιι , ἄπερεισις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιε , ἄπερεισις fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιι , ἀπέρεισις leaning upon fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιε , ἀπέρεισις leaning upon fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»