Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

απαλλάσσω

  • 1 aklamak

    απαλλάσσω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > aklamak

  • 2 débarrasser

    απαλλάσσω

    Dictionnaire Français-Grec > débarrasser

  • 3 zbavit

    απαλλάσσω

    Česká-řecký slovník > zbavit

  • 4 zbavovat

    απαλλάσσω

    Česká-řecký slovník > zbavovat

  • 5 zprostit

    απαλλάσσω

    Česká-řecký slovník > zprostit

  • 6 absolve

    απαλλάσσω

    English-Greek new dictionary > absolve

  • 7 exonerate

    απαλλάσσω

    English-Greek new dictionary > exonerate

  • 8 rid

    απαλλάσσω

    English-Greek new dictionary > rid

  • 9 uwolnić

    απαλλάσσω

    Słownik polsko-grecki > uwolnić

  • 10 освободить

    -божу, -бодищь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. освобожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;
    ρ.σ.μ.
    1. ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύθερο•

    освободить военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους•

    освободить страну от рабства λευτερώνω τη χώρα από τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω);

    2. απεосвободить λευτερώνω•

    греческая армия -ла нашу территорию от турецких завоевателей ο ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας από τους τούρκους καταχτητές.

    3. μτφ. αποδεσμεύω, απαγκιστρώνω.
    4. απαλλάσσω•

    освободить от налогов απαλλάσσω από τους φόρους•

    освободить от военной службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας.

    || απολύω, διώχνω, αποβάλλω. || εκκενώνω, αδειάζω•

    освободить комнату απελευτερώνω το δωμάτιο,

    1. ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος.
    2. ξεσκλαβώνομαι.
    3. μτφ. αποδεσμεύομαι, απαγκιστρώνομαι.
    4. απαλλάσσομαι. || απολύομαι, διώχνομαι. || εκκενώνομαι, αδειάζω.

    Большой русско-греческий словарь > освободить

  • 11 избавить

    избавить, избавлять απαλλάσσω, ελευθερώνω, γλιτώνω σώζω (спасти) \избавиться απαλλάσσομαι γλιτώνω, σώζομαι (спастись)
    * * *
    = избавлять
    απαλλάσσω, ελευθερώνω, γλιτώνω; σώζω ( спасти)

    Русско-греческий словарь > избавить

  • 12 избавлять

    избав||лять
    несов (от чего-л.) ἀπαλλάσσω, γλυτώνω, λυτρώνω:
    \избавлятьлять от хлопот ἀπαλλάσσω ἀπό τις φροντίδες.

    Русско-новогреческий словарь > избавлять

  • 13 relieve

    [-v]
    1) (to lessen or stop (pain, worry etc): The doctor gave him some drugs to relieve the pain; to relieve the hardship of the refugees.) ανακουφίζω
    2) (to take over a job or task from: You guard the door first, and I'll relieve you in two hours.) αντικαθιστώ
    3) (to dismiss (a person) from his job or position: He was relieved of his post/duties.) απαλλάσσω
    4) (to take (something heavy, difficult etc) from someone: May I relieve you of that heavy case?; The new gardener relieved the old man of the burden of cutting the grass.) ξαλαφρώνω, απαλλάσσω
    5) (to come to the help of (a town etc which is under siege or attack).) βοηθώ, ενισχύω

    English-Greek dictionary > relieve

  • 14 очистить

    очищу, очистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    очистить двор καθαρίζω την αυλή•

    очистить сапоги от грязи καθαρίζω τις μπότες από τις λάσπες•

    очистить дно бассеина καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής.

    || κάνω τι διαυγές. || μτφ. απαλλάσσω•

    очистить язык от излишних иностранных слов καθαρίζω τη γλώσσα από τις περισσές ξένες λέξεις.

    || μτφ. εξαγνίζω.
    2. ξεφλουδίζω απολεπίζω αφαιρώ το τσόφλι.
    3. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (από τους ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). || εγκαταλείπω• αδειάζω•

    жильцы -ли квартиру οι ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα.

    4. τρώγω, αδειάζω•

    он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι.

    || εκκενώνω•

    очистить почтовый ящик αδειάζω το γραμματοκιβώτιο.

    5. (απλ.) κατακλέβω.
    6. παλ. απαλλάσσω (από χρέη).
    1. καθαρίζω, καθαρίζομαι•

    спирт -лся το οινόπνευμα καθάρισε (έγινε διαυγές)•

    воздух -лся ο αέρας καθάρισε•

    нбо -лось ο ουρανός (ξε)καθάρισε.

    || μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι.
    2. παλ. μένει κέρδος, όφελος.

    Большой русско-греческий словарь > очистить

  • 15 простить

    прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.
    1. συγχωρώ•

    я этого ему не -щу αυτό δε θατου το συγχωρέσω•

    -иге меня συγχωρέστε με.

    2. μ. παλ. απαλλάσσω•

    простить долг απαλλάσσω απο το χρέος.

    3. (προστκ.) -йте! χαίρετε! έχετε γεια! αφήνω γεια!
    εκφρ.
    последнее прости сказать ή послать – (γραπ. λόγος) λέγωτο τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα•
    прости–прощайβλ. 3 σημ.
    αποχαιρετιέμαι με χειραψία. || αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. || συγχωριέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > простить

  • 16 разрешить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о
    1. ρ.σ.μ.
    επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•

    разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•

    разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.

    2. λύνω, δίνω λύση•

    разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•

    разрешить спор λύνω τη διαφορά.

    || διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•

    разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.

    || απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•

    разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.

    3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•

    -йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.

    4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•

    разрешить молчание λύω τη σιωπή.

    1. λύνομαι•

    вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.

    || διαλύομαι•

    сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.

    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.

    || τερματίζομαι, καταλήγω•
    болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.
    4. γεννώ, λευτερώνομαι•

    ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).

    || δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες).

    Большой русско-греческий словарь > разрешить

  • 17 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 18 дегазировать

    1. (удалять растворённые газы из воды) απαλλάσσω από τα αέρια
    απαερίζω
    2. (подвергать обработке в случае поражения OB) εξουδετερώνω τις τοξικές ουσίες.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дегазировать

  • 19 должность

    η θέση, το αξίωμα, το πόστο (ξεν.)
    освобождать от - и απολύω/απομακρύνω από τα καθήκοντα
    отстранять от - и απαλλάσσω/απολύω από τα καθήκοντα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > должность

  • 20 оправдать

    1. юр. απαλλάσσω, αθωώνω 2. (удостоверить правильность чего-л.) δικαιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оправдать

См. также в других словарях:

  • ἀπαλλάσσω — set free pres subj act 1st sg ἀπαλλάσσω set free pres ind act 1st sg ἀπαλλάσσω set free pres subj act 1st sg ἀπαλλάσσω set free pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαλλάσσω — απαλλάσσω, απάλλαξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: απαλλάσσω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η εσωτερική αύξηση (απήλλασσα, απήλλαξα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …   Dictionary of Greek

  • απαλλάσσω — απάλλαξα, απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος, ελευθερώνω, γλιτώνω: Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαλλάξουσι — ἀπαλλάσσω set free aor subj act 3rd pl (epic) ἀπαλλάσσω set free fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπαλλάσσω set free fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱παλλάξουσι , ἀπαλλάσσω set free futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλάξουσιν — ἀπαλλάσσω set free aor subj act 3rd pl (epic) ἀπαλλάσσω set free fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπαλλάσσω set free fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱παλλάξουσιν , ἀπαλλάσσω set free futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλάξοντα — ἀπαλλάσσω set free fut part act neut nom/voc/acc pl ἀπαλλάσσω set free fut part act masc acc sg ἀ̱παλλάξοντα , ἀπαλλάσσω set free futperf ind act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀ̱παλλάξοντα , ἀπαλλάσσω set free futperf ind act masc acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλάξοντι — ἀπαλλάσσω set free fut part act masc/neut dat sg ἀπαλλάσσω set free fut ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱παλλάξοντι , ἀπαλλάσσω set free futperf ind act masc/neut dat sg (doric aeolic) ἀ̱παλλάξοντι , ἀπαλλάσσω set free futperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλαξόμεθα — ἀπαλλάσσω set free aor subj mid 1st pl (epic) ἀπαλλάσσω set free fut ind mid 1st pl ἀ̱παλλαξόμεθα , ἀπαλλάσσω set free futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) ἀπαλλάσσω set free aor subj mid 1st pl (epic) ἀπαλλάσσω set free fut ind mid 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλάξατε — ἀπαλλάσσω set free aor imperat act 2nd pl ἀ̱παλλάξατε , ἀπαλλάσσω set free aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀπαλλάσσω set free aor imperat act 2nd pl ἀπᾱλλάξατε , ἀπαλλάσσω set free aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀπαλλάσσω set free aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαλλάξεται — ἀπαλλάσσω set free aor subj mid 3rd sg (epic) ἀπαλλάσσω set free fut ind mid 3rd sg ἀ̱παλλάξεται , ἀπαλλάσσω set free futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀπαλλάσσω set free aor subj mid 3rd sg (epic) ἀπαλλάσσω set free fut ind mid 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»