Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απαγορεύεται

  • 1 воспретить

    воспретить, воспрещать απαγορεύω· вход воспрещён απαγορεύεται η είσοδος
    * * *
    = воспрещать

    Русско-греческий словарь > воспретить

  • 2 воспрещаться

    воспрещаться: курить \воспрещатьсяется απαγορεύεται το κάπνισμα
    * * *

    кури́ть воспрещается — απαγορεύεται το κάπνισμα

    Русско-греческий словарь > воспрещаться

  • 3 запрещаться

    запрещаться: курить \запрещатьсяется απαγορεύεται το^ κάπνισμα
    * * *

    кури́ть запреща́ется — απαγορεύεται τοί κάπνισμα

    Русско-греческий словарь > запрещаться

  • 4 курить

    курить καπνίζω· не \курить! μην καπνίζετε· у нас не курят απαγορεύεται το κάπνισμα
    * * *

    не кури́ть! — μην καπνίζετε

    у нас не ку́рят — απαγορεύεται το κάπνισμα

    Русско-греческий словарь > курить

  • 5 стоянка

    стоянка ж 1) η στάση, ο σταθμός· το τέρμα (конечная) \стоянка такси η στάση του ταξί; -запрещена απαγορεύεται η στάση 2): якорная \стоянка το αγκυροβόλιο, η σκάλα
    * * *
    ж
    1) η στάση, ο σταθμός; το τέρμα ( конечная)

    стоя́нка такси́ — η στάση του ταξί

    стоя́нка запрещена́ — απαγορεύεται η στάση

    2)

    я́корная стоя́нка — το αγκυροβόλιο, η σκάλα

    Русско-греческий словарь > стоянка

  • 6 строго

    строго αυστηρά; \строго воспрещается απαγορεύεται αυστηρά
    * * *

    стро́го воспреща́ется — απαγορεύεται αυστηρά

    Русско-греческий словарь > строго

  • 7 воспрещаться:

    воспреща||ться:
    курить \воспрещаться:ется ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· вход \воспрещаться:ется ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος.

    Русско-новогреческий словарь > воспрещаться:

  • 8 нельзя

    нельзя
    предик безл
    1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:
    никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·
    2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:
    здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν.

    Русско-новогреческий словарь > нельзя

  • 9 возбранять

    ρ.δ.
    βλ. возбранить.
    γ/ πρόσ. -ется απαγορεύεται•

    ходить по траве -ется απαγορεύεται το βάδισμα πάνω στη χλόη.

    Большой русско-греческий словарь > возбранять

  • 10 нельзя

    επίρ.
    με σημ. κατηγ.
    1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•

    этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.

    2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•

    здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•

    употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.

    εκφρ.
    нельзя ли – δεν επιτρέπεται;
    επιτρέψτε•
    нельзя не – δεν μπορεί να μη•
    нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > нельзя

  • 11 вход

    вход
    м ἡ είσοδος, ἡ μπασιά:
    главный \вход ἡ κεντρική είσοδος, ἡ κυρία είσοδος, ὁ πυλών \вход бесплатный είσοδος ἐλευθέρα, είσοδος δωρεάν \вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος.

    Русско-новогреческий словарь > вход

  • 12 запрещаться

    запрещ||аться
    ἀπαγορεύομαι, εἶμαι ἀπαγορευμένος:
    курить \запрещатьсяается! ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα! \запрещатьсяение с ἡ ἀπαγόρευση [-ις] /юр. ἡ κατάσχεση [-ις]:
    накладывать \запрещатьсяение на имущество κάνω κατάσχεση περιουσίας· снимать \запрещатьсяение αίρω τήν ἀπαγόρευση.

    Русско-новогреческий словарь > запрещаться

  • 13 курить

    курить
    несов
    1. καπνίζω, φουμάρω:
    \курить запрещается ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· бросить \курить κόβω τό τσιγάρο·
    2. (добывать перегонкой) διυλίζω, ἀποστάζω· 3.:
    \курить ладаном θυμιάζω, λιβανίζω· ◊ \курить фимиам кому-л. ἐγκωμιάζω, λιβανίζω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > курить

  • 14 перепечататька

    перепечатать||ка
    ж
    1. ἡ ἀνατύπωση [-ις], τό ξα-νατύπωμα, ἡ ἀναδημοσίευση:
    \перепечататькака воспрещается ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση·
    2. (на машинке) ἡ δακτυλογράφηση.

    Русско-новогреческий словарь > перепечататька

  • 15 поеторонний

    поеторонн||ий
    1. прил ξένος, ἀλλότριος:
    \поетороннийее тело ξένο σώμα· \поеторонний шум ὁ ἐπιπρόσθετος θόρυβος·
    2. м ὁ ξένος:
    \поетороннийим вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος στους μή Εχοντας ἐργασίαν.

    Русско-новогреческий словарь > поеторонний

  • 16 проезд

    проезд
    м
    1. (действие) ἡ διαδρομή, ἡ διάβαση [-ις] (μέ μεταφορικό μέσο):
    бесплатный \проезд ἡ δωρεάν διαδρομή· деньги на \проезд τά ναῦλα· разрешение на \проезд ἡ ἄδεια διελεύσεως·
    2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα· \проезд закрыт ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση.

    Русско-новогреческий словарь > проезд

  • 17 проход

    проход
    м
    1. (действие) τό πέρασμα, ἡ δίοδος, ἡ διάβαση [-ις):
    \проход воспрещен! ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση·
    2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    узкий \проход ἡ στενή δίοδος· го́рный \проход ἡ κλεισούρα, ἡ κλεισω-ρεια· ◊ он мне \проходу не дает μοῦ ἐγινε κολλητσίδα· задний \проход анат. ὁ πρωκτός, ἡ ἔδρα

    Русско-новогреческий словарь > проход

  • 18 разрешаться

    разреш||аться
    1. (о вопросе, деле и т. п.) λύνομαι·
    2. (позволяться) ἐπιτρέπομαι:
    курить не \разрешатьсяа́ется ἀπαγορεύεται (или δέν ἐπιτρέπεται) τό κάπνισμα.

    Русско-новогреческий словарь > разрешаться

  • 19 строго

    строго
    нареч
    1. ἀΰστηρά [-ῶς]:
    \строго запрещается... ἀπαγορεύεται αὐστηρώς...·
    2. (определенно, точно) ἀκριβώς, ρητώς' ◊ \строго говоря́ γιά τήν ἀκρίβεια.

    Русско-новогреческий словарь > строго

  • 20 воспрещаться

    [βασπριστσάτσα] ρ. απαγορεύεται

    Русско-греческий новый словарь > воспрещаться

См. также в других словарях:

  • ἀπαγορεύεται — ἀπαγορεύω forbid pres ind mp 3rd sg ἀπαγορεύω forbid pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Comparison of European road signs — Example of Swiss sign near Lugano Despite an apparent uniformity and standardization, European traffic signs presents relevant differences between countries. However most European countries refer to the 1968 Vienna Convention on Road Signs and… …   Wikipedia

  • Comparaison des panneaux de signalisation routière en Europe — Ceci est une comparaison des panneaux routiers dans 16 pays européens. (Pour voir cet article correctement, assurez vous que la résolution de votre écran est élevée. Sinon, effectuer un zoom arrière de votre navigateur Web) Allemagne, France,… …   Wikipédia en Français

  • Сравнение дорожных знаков Европы — Образец швейцарского знака около Лугано Несмотря на очевидное единообразие, в европейских дорожных знаках существуют значительные отличия. Однако, большинство европейских стран приняли Венскую конвенцию о д …   Википедия

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»