-
1 καρπός
καρπός οплод;ΦΡ.απαγορευμένος καρπός — запретный плод, см. απαγορεύωο καρπός τής κοιλίας — плод чрева: (Λουκ. 1, 42) ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου (Лк. 1, 42) — благословенна Ты в женах, и благословен плод чрева Твоего, см. ΘεοτόκοςЭтим.дргр. < инд. (s)ker-p «срезать, резать», сравните с санскр. krpana «меч», лат. carpo «срезать плоды» -
2 απαγορεύω
απαγορεύω ρ. μετβ.запрещать, воспрещать;ΦΡ.απαγορευμένος καρπός ο — запретный плод, согласно Ветхому Завету, плод с древа познания добра и зла, который вкусили Адам и Ева, нарушив заповедь Бога
См. также в других словарях:
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… … Dictionary of Greek