-
21 глава
-ы, πλθ. -ы θ.1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•глава правительства ο πρωθυπουργός•
глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•
глава партии ο αρχηγός του κόμματος•
глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.
εκφρ.во -е – επικεφαλής•ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).-ы, πλθ. -ы θ. κεφάλαιο βιβλίου. -
22 горний
-яя, -ее, επ. παλ. ουράνιος, που βρίσκεται στα ύψη. || υψηλός, ανώτερος. -
23 департаментский
επ.του τμήματος. || του υπουργείου•департаментский чиновник ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου.
|| του (διοικητικού) διαμερίσματος. -
24 неподкупный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноανεξαγόραστος, ανώτερος χρημάτων, αδέκαστος ευσυνείδητος•быть -ым δεν εξαγοράζομαι•
-характер ακέραιος χαρακτήρας•
неподкупный человек ανεξαγόραστος (τίμιος) άνθρωπος.
-
25 неровня
-и (неровняй) α. κ. θ. άνισος, μεγαλύτερος ή μικρότερος ανώτερος ή κατώτερος•ты неровня мне δεν είσαι ίσα με μένα.
-
26 офицер
-а α.αξιωματικός•офицер генерального штаба αξιωματικός του γενικού επιτελείου•
-флота αξιωματικός του ναυτικού•
младший κατώτερος αξιωματικός•
старший офицер ανώτερος αξιωματικός•
офицер запаса έφεδρος αξιωματικός• —свизи αξιωματικός-σύνδεσμος•
вахтенный αξιωματικός βάρδιας•
дежурный офицер αξιωματικός υπηρεσίας•
строевой офицер μάχιμος αξιωματικός•
штабной офицер αξιωματικός επιτελείου.
-
27 парвеню
ουδ. άκλ. παλ. ανώτερος δημόσιος υπάλληλος καταφερτζής στην αναρρίχηση, στην ιεραρχία. -
28 подтянутый
επ. από μτχ.1. μαζεμένος, συμπτυγμένος, συνεσταλμένος.2. μτφ. ανώτερος, ανεβασμένος• ταχτοποιημένος, διευθετημένος, περιποιημένος. -
29 превзойти
-ойду, -ойдшь, παρλθ. χρ. превзошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. превзошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превзойденный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. превзойдя ρ.σ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι-ανώτερος•превзойти всех силою, мужеством ξεπερνώ όλους στη δύναμη, στην ανδρεία•
доходы -шли расходы τα έσοδα ξεπέρασαν τα έξοδα•
это -шло все мой ожидания αυτό ξεπέρασε όλες μου τις προσδοκίες.
εκφρ.превзойти (самого) себя – κάνω παραπάνω απ ό,τι περίμενα,ξεπερνώ τις προσδοκίες μου. -
30 старше
1. παλ. συγκρ. β. του επ. старый; γεροντότερος.2. μεγαλύτερος την ηλικία,πρεσβύτερος. || αρχαιότερος. || μεγαλύτερος, ανώτερος κατά την (σχολική) τάξη. -
31 статс-секретарь
-я α.1. ανώτερος αυλικός βαθμός.2. υπουργός (σε μερικές δυτικές χώρες). -
32 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
33 трибун
α.1. ανώτερος κρατικός υπάλληλος στην αρχαία Ρώμη.2. μτφ. κήρυκας•трибун революции κήρυκας της επανάστασης.
-
34 тяготеть
-ею, -ешьρ.δ.1. έλκομαι, τραβιέμαι•луна -еет к земле το φεγγάρι έλκεται από τη γη.
2. τείνω, κλίνω, ρέπω προς•он -еет к музыке αυτός έχει κλίση προς τη μουσική, τον τραβάει η μουσική.
3. ορθώνομαι, υψώνομαι•гора -еет над горизонтом το βουνό υψώνεται στον ορίζοντα.
|| μτφ. βαρύνω, βασανίζω, καταθλίβω• κατατρύχω. || μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι ανώτερος. -
35 штаб-офицер
-а α. α. (παλ..) ανώτερος αξιωματικός (συνταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης, ταγματάρχης).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)