-
1 ανώτερος
η, ο [α, ον]1) верхний;ανώτερο στρώμα — верхний слой;
2) больший;ανώτερο μήκος — большая длина;
3) лучший, превосходный;ανώτερη ποιότητα — высокое качество;
4) стоящий выше, старший (по положению и т. п.);ανώτεροι αξιωματικοί — старшие офицеры;
ανώτερο δικαστήριο — суд более высокой инстанции;
§ ανώτερος άνθρωπος — благородный человек;
λόγω ανωτέρας βίας вынужденно, по необходимости; по уважительной причине;ανώτερος πάσης υποψίας — быть выше подозрения;
καί εις ( — или καί σ·) ανώτερα — желаю тебе ещё больших успехов (в работе)
-
2 βία
η1) сила (физическая); 2) сила, насилие, принуждение;τα ίχνη βίας — следы насилия;
ασκώ ( — или μεταχειρίζομαι) βία — применять силу;
με τη βία — или διά της βίας — силой, насильно, по принуждению;
(μόλις καί) μετά βίας — с (большим) трудом; — насилу (разг);
3). поспешность, торопливость;με πολλή ( — или μεγάλη) βία — а) очень быстро, поспешно, торопливо; — б) наскоро, наспех; — впопыхах;
έχω μεγάλη βία — торопиться, спешить;
δεν είναι (καμμιά) βία — не к спеху, не горит;
γιατί τόση βία; — к чему такая спешка?;
§ εν βία — наспех, второпях, впопыхах;
-
3 εκπαίδευση
[-ις (-εως)] η1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;
ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;
η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;
επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;
μικτή εκπαίδ — совместное обучение;
γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;
επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;
δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;
εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;
3) воен, боевая подготовка;στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;
Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев
См. также в других словарях:
ἀνωτέρα — ἀνωτέρᾱ , ἀνώτερος upper fem nom/voc/acc dual ἀνωτέρᾱ , ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρᾳ — ἀνωτέρᾱͅ , ἀνώτερος upper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερα — ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρας — ἀνωτέρᾱς , ἀνώτερος upper fem acc pl ἀνωτέρᾱς , ἀνώτερος upper fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνώτερα — ἀνώτερα , ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέραν — ἀνωτέρᾱν , ἀνώτερος upper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… … Dictionary of Greek