Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανωτέρα

См. также в других словарях:

  • ἀνωτέρα — ἀνωτέρᾱ , ἀνώτερος upper fem nom/voc/acc dual ἀνωτέρᾱ , ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτέρᾳ — ἀνωτέρᾱͅ , ἀνώτερος upper fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώτερα — ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτέρας — ἀνωτέρᾱς , ἀνώτερος upper fem acc pl ἀνωτέρᾱς , ἀνώτερος upper fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνώτερα — ἀνώτερα , ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτέραν — ἀνωτέρᾱν , ἀνώτερος upper fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… …   Dictionary of Greek

  • καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»