Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανωτάτη

  • 21 разряд

    разряд I
    м (разряжение) ἡ ἐκκένωση[-ις], τό ἀδειασμα:
    электрический \разряд ἡ ἡλεκτρική ἐκκένωση [-ις].
    разряд II
    м (класс, группа) ἡ κατηγορία, ἡ τάξη [-ις], ἡ συνομοταξία:
    высший \разряд ἡ ἀνωτάτη κατηγορία.

    Русско-новогреческий словарь > разряд

  • 22 школа

    школ||а
    ж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:
    начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > школа

  • 23 higher education

    (education beyond the level of secondary school education, eg at a university.) ανώτερη/ανώτατη εκπαίδευση

    English-Greek dictionary > higher education

  • 24 record

    1. ['reko:d, -kəd, ]( American[) -kərd] noun
    1) (a written report of facts, events etc: historical records; I wish to keep a record of everything that is said at this meeting.) αρχείο, καταγραφή, εγγραφή, πρακτικό
    2) (a round flat piece of (usually black) plastic on which music etc is recorded: a record of Beethoven's Sixth Symphony.) δίσκος
    3) ((in races, games, or almost any activity) the best performance so far; something which has never yet been beaten: He holds the record for the 1,000 metres; The record for the high jump was broken/beaten this afternoon; He claimed to have eaten fifty sausages in a minute and asked if this was a record; ( also adjective) a record score.) ρεκόρ, ανώτατη επίδοση
    4) (the collected facts from the past of a person, institution etc: This school has a very poor record of success in exams; He has a criminal record.) μητρώο, ιστορικό, παρελθόν
    2. [rə'ko:d] verb
    1) (to write a description of (an event, facts etc) so that they can be read in the future: The decisions will be recorded in the minutes of the meeting.) καταγράφω
    2) (to put (the sound of music, speech etc) on a record or tape so that it can be listened to in the future: I've recorded the whole concert; Don't make any noise when I'm recording.) ηχογραφώ, (εγ)γράφω
    3) ((of a dial, instrument etc) to show (a figure etc) as a reading: The thermometer recorded 30°C yesterday.) καταγράφω
    4) (to give or show, especially in writing: to record one's vote in an election.) καταγράφω
    - recording
    - record-player
    - in record time
    - off the record
    - on record

    English-Greek dictionary > record

  • 25 институт

    [ινσητούτ] ουσ. α. ανώτατη σχολή

    Русско-греческий новый словарь > институт

  • 26 институт

    [ινσητούτ] ουσ α ανώτατη σχολή

    Русско-эллинский словарь > институт

  • 27 верховный

    επ.
    ανώτατος•

    -ая власть η ανώτατη εξουσία•

    верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•

    верховный совет το Ανώτατο Συμβούλιο.

    Большой русско-греческий словарь > верховный

  • 28 власть

    θ.
    1. εξουσία•

    борьба за власть αγώνας για την εξουσία•

    захват -и κατάληψη της εξουσίας•

    прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•

    власть государственная власть κρατική εξουσία•

    исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•

    верховная -η ανώτατη εξουσία.

    2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•

    местные -и οι τοπικές αρχές.

    εκφρ.
    ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•
    в моей, твоейκλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•
    во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•
    отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•
    облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•
    терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.

    Большой русско-греческий словарь > власть

  • 29 держава

    θ.
    1. κράτος, δύναμη•

    морская -ναυτική δύναμη•

    Великие -ы οι μεγάλες δυνάμεις.

    2. παλ. ανώτατη εξουσία, κυριαρχία.
    3. παλ. έμβλημα, μοναρχικής εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > держава

  • 30 деятельность

    θ.
    1. δραστηριότητα, δράση•

    революционная деятельность επαναστατική δράση•

    общественная деятельность κοινωνική δράση.

    2. λειτουργία•

    деятельность сердца λειτουργία της καρδιάς•

    высшая нервная деятельность η ανώτατη λειτουργία των νεύρων.

    || επίδραση, επενέργεια•

    разрушительная деятельность воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού.

    Большой русско-греческий словарь > деятельность

  • 31 командование

    ουδ.
    διοίκηση, αρχηγία•

    принять командование αναλαβαίνω τη διοίκηση•

    отстранить от -я απομακρύνω (διώχνω) από τη διοίκηση•

    сдать командование παραδίνω τη διοίκηση•

    верховное командование ανώτατη διοίκηση (το αρχηγείο)•

    армии η διοίκηση του στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > командование

  • 32 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 33 разряд

    α.
    1. είδος• γένος• κατηγορία• τάξη•

    разделение растений на -ы χώρισμα φυτών σε κατηγορίες•

    высший разряд ανώτατη κατηγορία•

    низший разряд κατώτατη κατηγορία.

    2. βαθμός ειδίκευσης•

    заработная плата по третьему -у πληρωμή με τρίτη κατηγορία (ειδίκευσης).

    3. παλ. κρατικό διοικητικό ίδρυμα.
    4. πλθ. -ы στρατιωτικό βιβλίο διαταγών και διατάξεων.
    α.
    εκκένωση, άδειασμα• απογέμιση•

    разряд батареи εκκένωση συσσωρευτή•

    разряд ружья απογέμιση του όπλου.

    Большой русско-греческий словарь > разряд

См. также в других словарях:

  • ἀνωτάτη — ἀνώτατος topmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτάτῃ — ἀνώτατος topmost fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) …   Dictionary of Greek

  • μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες …   Dictionary of Greek

  • μαγίστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες …   Dictionary of Greek

  • Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός …   Dictionary of Greek

  • Πανδιδακτήριο — Ανώτατη σχολή στην Κωνσταντινούπολη στους βυζαντινούς χρόνους. Ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αναδιοργανώθηκε δε και επεκτάθηκε από τον Θεοδόσιο B» τον Μικρό το 425 και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πραγματικό πανεπιστήμιο.… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»