-
61 ἀντιληπτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιληπτός
-
62 ἀντιλόβιον
ἀντι-λόβιον, τό,A upper edge of the ear, opp. προλόβιον, Gal.14.701, Poll.2.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλόβιον
-
63 ἀντιλοβίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλοβίς
-
64 ἀντιξοέω
A set oneself against, oppose, Pi.O.13.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιξοέω
-
65 ἀντιπέμπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπέμπω
-
66 ἀντίπεμψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπεμψις
-
67 ἀντίπνευσις
A opposite current of air, Orib.9.20.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπνευσις
-
68 ἀντιπνέω
ἀντι-πνέω, of winds,2 to be adverse or contrary, Ph.1.593, Plu.Cic.32, Luc.Nav.7: metaph. of fortune, Plb.25.3.9, Clitomachus ap. Stob.4.41.29: c. dat., Luc. Tox.7.3 trans.,πνεῦμα ταῖς ναυσί Plu.2.309b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπνέω
-
69 ἀντιπνοή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπνοή
-
70 ἀντίπνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπνοια
-
71 ἀντιπρακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπρακτικός
-
72 ἀντίπραξις
A counteraction, resistance, Plb.6.17.8, D.H.11.53, Plu.Publ.11, Demetr.Lac.Herc.1012.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπραξις
-
73 ἀντίπτωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπτωμα
-
74 ἀντίπτωσις
A opposition, resistance, Hp.Decent.3 (pl.).II Gramm., interchange of cases, Priscian. Inst.17.155, Sch.Ar.V. 135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπτωσις
-
75 ἀντιπτωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπτωτικός
-
76 ἀντίρρησις
A gainsaying, altercation,ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7
; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίρρησις
-
77 ἀντιρρητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιρρητέον
-
78 ἀντιρρητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιρρητικός
-
79 ἀντίσπασις
A revulsion, esp. of bodily humours, Hp.Hum.1, Vict.2.56, Gal.10.315, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίσπασις
-
80 ἀντίσπασμα
A distraction, diversion, Plb.2.18.3, D.S.20.86, J.AJ17.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίσπασμα
См. также в других словарях:
αντί — και αντίς πρόθεση 1. συντάσσεται με αιτ. ή και ονομαστ. και σημαίνει αντικατάσταση: Ζημιά θα χουμε αντίς ωφέλεια. – Αντίς ο Γιάννης ήρθ ο Πέτρος. 2. με την ίδια σημασία εκφέρεται μαζί με τις προθέσεις για, με, σε, από, ή συντάσσεται με τελική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντί — over against. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
.αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντί' — ἀντία , ἀντίον neut nom/voc/acc pl ἀντία , ἀντίος set against neut nom/voc/acc pl ἀντίε , ἀντίος set against masc voc sg ἀντίαι , ἀντίος set against fem nom/voc pl ἀντίᾱͅ , ἀντίος set against fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άντι, Έντρε — (Endre Ady, Ερμίντσζεντ 1877 – Βουδαπέστη 1919). Ούγγρος ποιητής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε κολέγιο καλβινιστών, ακολούθησε τον δημοσιογραφικό κλάδο, εκδηλώνοντας λαϊκές και ριζοσπαστικές τάσεις. Η πρώτη του ποιητική συλλογή πέρασε… … Dictionary of Greek
Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… … Dictionary of Greek
Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… … Dictionary of Greek