-
1 ἀντισταθμίζω
A = ἀντισηκόω, Incert.Jb.28.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντισταθμίζω
-
2 αντισταθμίζω
compensateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντισταθμίζω
-
3 αντισταθμιζόμενον
ἀντισταθμίζωpres part mp masc acc sgἀντισταθμίζωpres part mp neut nom /voc /acc sg -
4 ἀντισταθμιζόμενον
ἀντισταθμίζωpres part mp masc acc sgἀντισταθμίζωpres part mp neut nom /voc /acc sg -
5 αντισταθμιζομένη
-
6 ἀντισταθμιζομένη
-
7 αντισταθμιζόμενα
-
8 ἀντισταθμιζόμενα
-
9 αντισταθμιζόμενοι
-
10 ἀντισταθμιζόμενοι
-
11 αντισταθμισθήσεται
-
12 ἀντισταθμισθήσεται
-
13 αντισταθμίζεσθαι
-
14 ἀντισταθμίζεσθαι
-
15 αντισταθμίζεται
-
16 ἀντισταθμίζεται
-
17 αντισταθμίζοιτο
-
18 ἀντισταθμίζοιτο
-
19 αντισταθμίζοντες
-
20 ἀντισταθμίζοντες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντισταθμίζω — αντισταθμίζω, αντιστάθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ισοφαρίζω, εξισώνω: Τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τις ζημιές από τη συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντισταθμιζόμενον — ἀντισταθμίζω pres part mp masc acc sg ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζομένη — ἀντισταθμίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενα — ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμισθήσεται — ἀντισταθμίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεσθαι — ἀντισταθμίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεται — ἀντισταθμίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζοιτο — ἀντισταθμίζω pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)