Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντιγράφω

См. также в других словарях:

  • αντιγράφω — αντιγράφω, αντέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀντιγράφω — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀντίγραφος copied masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀντιγράφω write against pres subj act 1st sg ἀντιγράφω write against pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον …   Dictionary of Greek

  • αντιγράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. ξεσηκώνω από κάπου, κλέβω: Στις εξετάσεις συνήθιζε να αντιγράφει. 2. απομιμούμαι: Αντίγραψε πολύ πιστά το «Μυστικό δείπνο» του ντα Bίντσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιγράφῳ — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγράψει — ἀντιγράφω write against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιγράφω write against fut ind mid 2nd sg ἀντιγράφω write against fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγεγραμμένον — ἀντιγράφω write against perf part mp masc acc sg ἀντιγράφω write against perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγεγραμμένων — ἀντιγράφω write against perf part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφομένων — ἀντιγράφω write against pres part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφέντα — ἀντιγράφω write against aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀντιγράφω write against aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφέντων — ἀντιγράφω write against aor part pass masc/neut gen pl ἀντιγράφω write against aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»